AIANTAΣ
Ο “Αίαντας” φαίνεται να είναι το αρχαιότερο από τα σωζόμενα έργα του ποιητή, όπως βεβαιώνουν η δομή του, η θεματική του και η πορεία των διαλόγων του πρέπει να χρονολογηθεί στη δεκαετία του 460-450 π.Χ.
Είναι η εποχή που η λαμπρή νίκη των Ελλήνων κατά των Περσών δημιουργεί δικαιολογημένη υπερηφάνεια και ευφορία στους πρωταγωνιστές της Αθηναίους. Η πρώτη Αθηναϊκή συμμαχία, η λεγόμενη Δηλιακή, είναι πια πραγματικότητα από το 478 π.Χ. και προετοιμάζει τη μεγάλη οικονομική, πολιτική και πολιτισμική ακμή των χρόνων του Περικλή.
Το ενδιαφέρον του δράματος επικεντρώνεται στο “θέμα της τιμής”, πολύ γνωστό από τον Όμηρο, ο οποίος εμπνεύσθηκε ολόκληρο το έπος της Ιλιάδας από την προσβολή της τιμής στον άριστο των Ελλήνων Αχιλλέα από τον αρχηγό των Αχαιών Αγαμέμνονα.
Στον “Αίαντα” παρουσιάζεται μπροστά μας οργισμένος ο ηρωϊκός πολεμιστής, γιατί οι Ατρείδες αρχηγοί Μενέλαος και Αγαμέμνονας προτίμησαν να δώσουν ως έπαθλο τα όπλα του νεκρού Αχιλλέα στον Οδυσσέα, εκτιμώντας τη “σύνεσή” του, και όχι στον αδιαφιλονίκητα άριστο, μετά τον Αχιλλέα, Αίαντα. Ο γενναίος και ανυποχώρητος πολεμιστής, που έχει την επίγνωση της ανδρείας του και την αξίωση να του την αναγνωρίσουν οι πάντες, δεν μπορεί να υποφέρει την προσβολή που του έγινε και την ντροπή από την άδικη κρίση και, υπό το κράτος της μανίας, αποφασίζει να εκδικηθεί τους αίτιους της συμφοράς του. Έτσι βγαίνει τη νύχτα και σκοτώνει τους αντιπάλους του. Η Αθηνά, όμως θόλωσε το μυαλό του και έστρεψε τη μανία του προς τα κοπάδια του ελληνικού στρατοπέδου, ενώ ο τραγικός ήρωας πίστευε πως έσφαζε ανελέητα τον Οδυσσέα, το Μενέλαο και τον Αγαμέμνονα.
Το δράμα αρχίζει με τον Πρόλογο της Παλλάδας Αθηνάς, που απευθύνεται στον Οδυσσέα και τον κατατοπίζει χαιρέκακα γι’ αυτά που έχουν συμβεί. Καλεί ύστερα τον μαινόμενο ήρωα να βγει απ’ τη σκηνή του και τον εμπαίζει με ανατριχιαστικό κυνισμό. Εκεί ο ήρωας, θολωμένος ακόμα από την τρέλα του, επιδεικνύει κομπασμό και αλαζονεία, διαπράττει δηλαδή “ύβρη”, που βρίσκει την ευκαιρία να καταδικάσει τη θεά και να επισημάνει στον θορυβημένο Οδυσσέα τους κινδύνους που εγκυμονεί μια τέτοια συμπεριφορά, προοικονομώντας έτσι τη δραματικότερη συνέχεια.
Με τον Πρόλογο έρχεται ο Χορός, οι Σαλαμίνιοι ναύτες του Αίαντα, έντρομοι για όσα άκουσαν, που επιβεβαιώνονται από την Τέκμησσα, τη σκλάβα και σύντροφο του Αίαντα. Όταν ο ήρωας συνέρχεται και αντιμετωπίζει την τραγική πραγματικότητα, συνειδητοποιεί τον άθλιο ξεπεσμό του και, μην αντέχοντας την ντροπή, αποφασίζει να αυτοκτονήσει ακολουθώντας τον ηρωϊκό κώδικα τιμής.
Οι ναύτες του, η Τέκμησσα και ο μικρός γιος του Ευρυσάκης είναι δεσμοί προορισμένοι να τον κρατήσουν στη ζωή τους σπάει όμως και διαλέγει την ηρωϊκή απομόνωση, καθώς τον πνίγει η απελπισία από την πλήρη γελοιοποίησή του, ώσπου πέφτει στο σπαθί, που του χάρισε κάποτε ο εχθρός του Έκτορας, και αυτοκτονεί.
Στο δεύτερο μέρος της τραγωδίας έχουμε τη σύγκρουση του αδελφού του Τεύκρου με τους δύο αρχηγούς των Ατρειδών, που απαγορεύουν την ταφή του νεκρού ήρωα. Ο Οδυσσέας όμως, ο άλλοτε άσπονδος εχθρός του, με τη σύνεσή του που είχε ήδη επιβραβευθεί, πείθει τελικά τους Ατρείδες να υποχωρήσουν και να επιτρέψουν την ταφή του τραγικού Αίαντα.
Οι πάντες είναι συγκλονισμένοι από αυτή την άγρια επίθεση της μοίρας στον άριστο των Ελλήνων μόνο η Αθηνά σαρκάζει μέσα στο μεγαλείο της, που βλέπει στη μοίρα αυτή μόνο ένα παράδειγμα του τρόπου με τον οποίο η θεία δύναμη εξωθεί τον άνθρωπο όπου αυτή θέλει. Όμως αυτό μονάχα ήθελε να μας πει και ο μεγάλος ποιητής;
Αυτό μονάχα αντιλαμβάνονται και οι θεατές της τραγωδίας; Τότε πού βρίσκεται η κάθαρση; Όπως και στον “Οιδίποδα Τύραννο”, είναι φανερό και εδώ το μεγαλείο του ανθρώπου, που, ανυποχώρητος στις άγριες επιθέσεις της μοίρας, επιλέγει το δρόμο της αυτοδιάθεσης και της προσωπικής αξιοπρέπειας, που χαρακτηρίζει την ελευθερία και την ψυχική ανάταση του Ανθρώπου.