ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Η “Αντιγόνη”, “η βασίλισσα των τραγωδιών” κατά τον Α. Bonnard, που εδώ και 2500 χρόνια δίνει στην ανθρωπότητα τα πιο καίρια και τα πιο επίκαιρα συχνά μηνύματα για τη δικαίωση της ανθρώπινης ιδιότητας, είναι το δεύτερο σε αρχαιότητα από τα σωζόμενα δράματα του ποιητή, μετά τον “Αίαντα”.
Ως προς τη χρονολόγησή της, το πιθανότερο είναι να διδάχτηκε το 442 π.Χ., αφού, όπως μαρτυρείται, αμέσως μετά την επιτυχία της “Αντιγόνης” ενθουσιασμένοι οι Αθηναίοι εξέλεξαν τον Σοφοκλή συστράτηγο του Περικλή στο Σαμιακό Πόλεμο, στις αρχές του 441 π.Χ. Εξάλλου και η ηλικία του ποιητή, που 53 χρονών περίπου την εποχή αυτή βρίσκεται στο απόγειο της δραματικής του τέχνης, δικαιολογεί την αρτιότητα και την τελειότητα του μοναδικού αυτού έργου. Για την προέλευση πάλι του μύθου, καθώς δεν μπορούμε να γνωρίζουμε πολλά πράγματα, δε θα ήταν παράτολμο να πούμε ότι ουσιώδη στοιχεία της σοφόκλειας Αντιγόνης πρέπει να αποδοθούν στη δραματική ευρηματικότητα του μεγάλου ποιητή, όπως και ότι δε θα αδικούσε την αλήθεια η άποψη πως το μεγαλείο του αριστουργήματος αυτού καθιερώθηκε στη συνείδηση της Ανθρωπότητας όπως το παρέδωσε ο Σοφοκλής.
Για να καταλάβουμε την υπόθεση του δράματος, πρέπει να ρίξουμε μια σύντομη ματιά στα γεγονότα που, σύμφωνα με το μύθο, προηγήθηκαν:
Ο τραγικός Οιδίποδας, πατέρας και αδελφός των παιδιών του, γιος και σύζυγος της μάνας του και ομοκοίτης και φονιάς του πατέρα του, μετά τη δραματική αυτοτιμωρία του πήρε το δρόμο της εξορίας συνοδευόμενος από τις κόρες του Αντιγόνη και Ισμήνη, που μετά το θάνατό του επέστρεψαν στη Θήβα.
Οι δυο γιοι του, ο Ετεοκλής και ο Πολυνείκης, με την κατάρα του πατέρα τους, αφού απέτυχε η αρχική συμφωνία τους να κρατήσουν το θρόνο διαδοχικά από έναν χρόνο ο καθένας, ήρθαν σε σύγκρουση, με αποτέλεσμα ο καταρχήν αδικημένος Πολυνείκης να καταφύγει στο Άργος, εκεί παντρεύτηκε την κόρη του βασιλιά Άδραστου και, αφού συγκέντρωσε στρατό με επτά στρατηγούς, ήρθε εναντίον της πατρίδας του, της Θήβας, για να διεκδικήσει με τα ξένα όπλα το δικαίωμά του στο θρόνο του πατέρα του.
Η φονική εκστρατεία των “Επτά επί Θήβας” έληξε με τη μονομαχία των δυο αδελφών, κατά την οποία αλληλοσκοτώθηκαν, όπως επέβαλλε η Νέμεση και η κατάρα του πατέρα τους. Αμέσως μετά την αδελφοκτονία ανέλαβε το θρόνο ο αδελφός της μητέρας τους Κρέοντας, που κατόρθωσε να νικήσει και να διώξει τον στρατό των Αργείων. Την ίδια νύχτα έβγαλε διαταγή το πτώμα του Ετεοκλή, που σκοτώθηκε υπερασπιζόμενος την πατρίδα του, να ταφεί με όλες τις τιμές που αρμόζει, ενώ αυτό του Πολυνείκη, που διέπραξε την προδοσία να οδηγήσει ξένον στρατό εναντίον της χώρας του, να το αφήσουν άκλαυτο, ακτέριστο και άταφο, να το κατασπαράξουν τα σκυλιά και τα όρνια. Τον παραβάτη της διαταγής αυτής τον περίμενε, λέει, βέβαιος θάνατος, και μάλιστα με λιθοβολισμό.
Από το σημείο αυτό αρχίζει η υπόθεση της σοφόκλειας Αντιγόνης:
Ο Κρέοντας λοιπόν, αψηφώντας το θείο νόμο που επιβάλλει κάτω από όποιες συνθήκες την ταφή των νεκρών, αυθαίρετα απαγόρεψε να θάψουν τον Πολυνείκη βέβαιος ότι η ενέργειά του αυτή, που διασφαλίζει κατά τη γνώμη του τη δική του εξουσία, είναι ορθή και νόμιμη. Την υπερασπίζεται μάλιστα με μοναδικό πείσμα και αδιαλλαξία, που δεν μπορούν να κάμψουν ούτε οι θερμές παρακλήσεις του γιου του Αίμονα ούτε οι απειλητικές προειδοποιήσεις του θεϊκού μάντη Τειρεσία. Η πεισματική του ασέβεια τον οδηγεί σε ένα ιδιαίτερα βαρύ είδος ύβρης, που προκαλεί την άμεση οργή των θεών και της Δίκης, άρα δεν μπορεί να ξεφύγει την πιο σκληρή τιμωρία.
Από το άλλο μέρος η Αντιγόνη, που “γεννήθηκε για να μοιράζεται αγάπη και όχι μίσος”, όπως περήφανα διακηρύσσει, θα αψηφήσει αγέρωχα την εντολή του “τυράννου”, αδιαφορώντας για τη ζωή της, την ηρωϊκή αυτή επιλογή την υπαγορεύει η αγάπη για τον αδελφό της, αλλά και ο σεβασμός της για την άγραφο θεϊκό νόμο, που ανόσια παραβιάζει ο βασιλιάς, μόλο που ο νόμος αυτός “δεν είναι σημερινός και χθεσινός, αλλά ζει αιώνια και κανείς δεν ξέρει από πού φανερώθηκε”. Μάταια η “συνετή” αδελφή της Ισμήνη, τρομαγμένη απ’ την παράτολμη απόφαση της ηρωΐδας να θάψει τον νεκρό Πολυνείκη παρά την απαγόρευση του Κρέοντα, προσπαθεί να τη συγκρατήσει, για να σώσει τη ζωή της. Η “δειλία” της, που δραματικά φωτίζει εξ αντιστρόφου το μεγαλείο της πρωταγωνίστριας, θα αντιμετωπισθεί με άκρα περιφρόνησης από την τελευταία, όπως επιβάλλει το ήθος της.
Είναι λοιπόν αναπόφευκτη η δραματική σύγκρουση μεταξύ των δύο βασικών ηρώων, του Κρέοντα και της Αντιγόνης, καθώς ο καθένας τους υπερασπίζεται με πάθος και αδιάλλακτη αποφασιστικότητα μια διαφορετική κοσμοθεωρία, αποτελούν όμως και οι δυο μεγάλα τραγικά αναστήματα. Η αναπότρεπτη ρήξη τους θα οδηγήσει καταρχήν στην υποδειγματική τιμωρία του άφρονα υπερόπτη βασιλιά: Μετά τον τραγικό θάνατο της ανεψιάς του Αντιγόνης, του γιου του Αίμονα και της γυναίκας του Ευρυδίκης, που ο ίδιος προκάλεσε, θα σέρνει την τρισάθλια ζωή του μέσα στη γενική καταδίκη, όπως την εκφράζει ο χορός στο εξόδιο άσμα:
“Η φρόνηση είναι το πρώτο καλό
για την ευτυχία. Ανάγκη στα θεία
να έχεις ευσέβεια. Για λόγια μεγάλα
μεγάλες πληγές οι αλαζόνες πληρώνουν’
κι αργά τα γεράματα φέρνουν τη γνώση “
Αντίθετα, στο πρόσωπο της Αντιγόνης αναγνωρίζουμε την ακατάβλητη ηθική αντίσταση του ανθρώπου εναντίον της αυθαιρεσίας και της βίας, που ασκεί κατά κανόνα η ανεξέλεγκτη πολιτική εξουσία. Είναι η ηρωϊκή ψυχή που δεν ανέχεται την αδικία και τον παραλογισμό, την υπεροψία και την ύβρη της τυραννίας, και από το μεγαλείο της μοναξιάς της, αυτήν την κοινή μοίρα όλων των ηρώων, θα φωτίζει πάντα με τον εκθαμβωτικό θάνατό της το δρόμο της ανθρωπότητας επιβεβαιώνοντας το ότι ο άνθρωπος “θείας μετέσχε μοίρας”.