ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Ο “Φιλοκτήτης” του Σοφοκλή διδάχτηκε το 409 π.Χ. και κέρδισε την πρώτη νίκη. Είναι η προτελευταία από τις επτά τραγωδίες του που έφτασαν ως εμάς και γράφτηκε στα γεράματά του, όταν πιο ο ποιητής ήταν περίπου 85 ετών. Ο θαυμασμός μας για τη δύναμη του νου και της ψυχής του γέροντα δραματουργού παραχωρεί τη θέση του στην κατάπληξη, όταν, ύστερα από πέντε χρόνια, στο 90 του πια, θα καταπιαστεί και πάλι με τον Οιδίποδά του και θα καταθέσει το κύκνειο άσμα του, τον “Οιδίποδα στον Κολωνό”. Προφανώς δεν είναι να απορεί κανείς με τα ιερά τέρατα. Με τον τραγικό μύθο του Φιλοκτήτη, γιου του Ποίαντα από τη θεσσαλική Μαγνησία, βασιλιά της Μαλίδας, είχαν ασχοληθεί νωρίτερα και ο Αισχύλος -δεν ξέρουμε πότε ακριβώς- και ο Ευριπίδης -431 π.Χ.- που βέβαια αντλούν από το έπος παραλλάσσοντας ορισμένες λεπτομέρειες. Ο Σοφοκλής όμως κατάφερε να του δώσει νέα πνοή, να εντείνει τη δραματικότητα του μύθου και να επεκτείνει τις τραγικές συγκρούσεις, συνδέοντας καταρχήν μ’ αυτόν το νεαρό γιο του Αχιλλέα Νεοπτόλεμο με τη φυσική του αθωότητα και την ακεραιότητα του χαρακτήρα του. Δημιούργησε έτσι ένα δεύτερο δραματικό κέντρο πλάι στο Φιλοκτήτη με τις συγκλονιστικές διεργασίες στον ευάλωτο ψυχισμό του νεαρού ήρωα.
Εξάλλου, για να τονιστεί ακόμα περισσότερο η τραγική θέση του Φιλοκτήτη, που σαπίζει στη Λήμνο επί δέκα χρόνια παρατημένος από τους Αχαιούς, όταν τον δάγκωσε στη Χρύση ο οχιά, παρουσιάζει το νησί έρημο από κατοίκους, χωρίς ψυχή ζώσα να του παρασταθεί, και αντικαθιστά το χορό των Λημνίων των δυο άλλων τραγικών με ναύτες του Νεοπτόλεμου. Έτσι, η τραγωδία του Σοφοκλή αποκτάει άλλη διάσταση, διαστέλλει την τραγικότητα και πλουτίζει την προβληματική σε πολλαπλές κατευθύνσεις.
Ας δούμε όμως το μύθο όπως μας τον παρέδωσε ο τραγικός ποιητής:
Ο Έλενος, γιος του Πριάμου με μαντικές ικανότητες, αιχμαλωτισμένος από τους Αργείους, εξαναγκάζεται να του αποκαλύψει πως το Ίλιο θα έπεφτε στα χέρια των Ελλήνων μόνο με το τόξο και τα αλάθευτα βέλη του Ηρακλή, που τα είχε χαρίσει στο Φιλοκτήτη από ευγνωμοσύνη, όταν του άναψε την πυρά στην Οίτη βοηθώντας τον έτσι να καεί, όπως το επιθυμούσε. Ο Φιλοκτήτης τα πήρε μαζί του στην τρωική εκστρατεία, όμως στο δρόμο, μετά το δάγκωμά του από το φίδι στη Χρύση, οι Αχαιοί τον παράτησαν άπονα στη Λήμνο, γιατί δεν μπορούσαν να υποφέρουν την αποφορά και τη δυσοσμία από την κακοφορμισμένη πληγή του, ούτε τις οιμωγές, τις βρισιές και τις βλαστήμιες του.
Ο ήρωας τους μισεί θανάσιμα για την άσπλαχνη συμπεριφορά τους απέναντί του, και εκείνοι το ξέρουν καλά. Τώρα που τους ήταν απαραίτητος για να εκπληρωθεί η μαντεία, εφόσον και η παρουσία του ίδιου του ήρωα, εκτός από τα όπλα του, είναι αναγκαία για την επιτυχία του σκοπού κατά την εκδοχή της προφητείας, γνωρίζουν πως είναι πολύ δύσκολο να τον πείσουν να μεταβεί στην Τροία και είναι ανάγκη να μεταχειριστούν δόλο. Στέλνουν λοιπόν τον πονηρό Οδυσσέα με τα τεχνάσματά του, για να τον καταφέρει με το δέλεαρ ότι εκεί θα γιατρευτεί από τις πληγές που τον βασανίζουν και θα δοξαστεί με την άλωση του Ιλίου’ αν αυτό αποτύχει, θα έπρεπε να καταφύγει στη βία.
Ο Οδυσσέας όμως, ξέροντας το άσβηστο μίσος που τρέφει εναντίον του ο πολύπαθος ήρωας, εφόσον αυτόν ήταν κυρίως που τον εγκατέλειψε αβοήθητο στο ακατοίκητο νησί της Λήμνου, παίρνει μαζί του τον αγνό και άπλερο Νεοπτόλεμο, με τη βεβαιότητα πως θα είναι πιο αποτελεσματικός για την επιτυχία των σχεδίων του, έτσι μάλιστα που τον θεωρεί του χεριού του, και θα μπορεί ο ίδιος να κατευθύνει τις κινήσεις του.
Ο Νεοπτόλεμος διστάζει στην αρχή, όπως ήταν επόμενο, πείθεται όμως με τα σοφιστικά επιχειρήματα του αρχιδάσκαλου και συμπράττει στο δόλο. Αραδιάζοντας διάφορα ψέματα κατορθώνει να κερδίσει τη συμπάθεια και την εμπιστοσύνη του Φιλοκτήτη που, σε μια στιγμή φοβερής κρίσης από τους πόνους του, του παραδίδει τα περίφημα τόξα του Ηρακλή, για να τα διασφαλίσει. Για μια στιγμή φαίνεται πως επιτυγχάνουν τα πονηρά σχέδια του Οδυσσέα, όμως ο νεαρός ήρωας, συγκλονισμένος τελικά από τα αβάσταχτα βάσανα του πολύπαθου Φιλοκτήτη και την πρωτοφανή αθλιότητα της ζωής του, ξαναβρίσκει την αγαθή του φύση, την αγνότητα και τη γενναιοφροσύνη που του κληροδότησε ο πατέρας του, και επιστρέφει τα τόξα στον ταλανισμένο γέροντα, έτοιμος μάλιστα να τον οδηγήσει στην πατρίδα του, που τόσο τη λαχταρούσε.
Ατελέσφορη αποβαίνει η οργισμένη παρέμβαση του Οδυσσέα, που επιμένει να φέρει σε πέρας το έργο του για το καλό των Ελλήνων, εφαρμόζοντας την προσφιλή του αρχή “ο σκοπός εξαγιάζει τα μέσα”. Ο Φιλοκτήτης, σα γνήσιος κλασικός ήρωας, παραμένει αμετάπειστος, αντιτάσσοντας την οργή και το αμετακίνητο πείσμα του. Θα χρειαστεί η από μηχανής παρέμβαση του ευεργέτη του Ηρακλή, για να δεχτεί επιτέλους να μεταβεί στην Τροία με τα όπλα του, όπου τον περιμένει η αριστεία με το φόνο του Πάρη, η δόξα για την άλωση της πόλης και η θεραπεία της πληγής του από το γιατρό Μαχάονα.
Το έργο ονομάζεται “Φιλοκτήτης” και άξονάς του είναι βέβαια η μοίρα ενός πολυβασανισμένου και πικρά απογοητευμένου ανθρώπου που, εντελώς ανήμπορος ο ίδιος, λαχταράει την εμπιστοσύνη και τη βοήθεια των άλλων. Ο χαρακτήρας και η δομή του δράματις όμως μας επιβάλλουν να το κατανοήσουμε ως δράμα τριών προσώπων, αυστηρότατα προσδιορισμένων από τα προσωπικά χαρακτηριστικά και την ιδιαίτερη φύση τους, που δεν μπορεί παρά να οδηγήσει σε πολλαπλές συγκρούσεις.
Δεν έρχεται σε δεύτερη μοίρα το δράμα του Νεοπτόλεμου που, αντίθετα από τη φύση και τη συνείδησή του, εκβιάζεται κα παρασύρεται σε δρόμους ανοίκειους για το χαρακτήρα του, για να ξαναβρεί τον εαυτό του ύστερα από μια πολύ επώδυνη δοκιμασία. Είναι τόσο θεμελιακή για το έργο η συγκλονιστική αυτή δοκιμασία του άδολου γιου του Αχιλλέα με τις ψυχολογικές μεταπτώσεις του, που πολλοί είπαν ότι η τραγωδία έπρεπε να ονομαστεί “Νεοπτόλεμος”, έτσι που επιμένει ο ποιητής στην ψυχογραφία του νεαρού ήρωα.
Αλλά και ο Οδυσσέας, πιστός εκτελεστής των αποφάσεων του στρατού για το καλό της κοινής υπόθεσης των Ελλήνων, πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι έχει συναίσθηση της αποστολής του, την οποία εννοεί να εκτελέσει με κάθε τρόπο, γιατί αυτό επιβάλλει το καθήκον του, όσο και να μας σοκάρουν τα πονηρά μέσα που μετέρχεται, όσο και να προκαλεί την αγανάκτησή μας η όλη απωθητική συμπεριφορά του.
Το έργο αυτό του Σοφοκλή, με την απαράμιλλη πλοκή, την πλαστικότητα και τη συμμετρία της μορφής, την εξαίρετη ηθοποιία, τα σφοδρά πάθη, τη συνταρακτική μεταστροφή του Νεοπτόλεμου, τους ιδεολογικούς προβληματισμούς με όλες τις προεκτάσεις τους, δίκαια θεωρήθηκε ως ένα από τα αρτιότερα επιτεύγματα της παγκόσμιας δραματουργίας και ήταν φυσικό να προκαλέσει το ενδιαφέρον άπειρων μελετητών, πολλοί απ’ τους οποίους το θαύμασαν ανεπιφύλακτα. Όπως ήταν φυσικό να ερεθίσει και να εμπνεύσει και πολλούς αρχαίους και νεότερους ποιητές και ο συγκλονιστικός μύθος του Φιλοκτήτη με τα άγρια βάσανά του μέσα στην πλήρη ερήμωση κα απόγνωση, πεταμένος στην ερημιά σαν το σκυλί από τους ίδιους τους συντρόφους του, άσχετα αν κανένας απ’ αυτούς δεν μπόρεσε να φτάσει το ανεπανάληπτο επίτευγμα του Σοφοκλή.