ΗΡΑΚΛΗΣ
Ο «Ηρακλής» αρχικά και ύστερα «Ηρακλής Μαινόμενος» προκάλεσε διάφορες γνώμες σχετικές με τη χρονολόγηση του, που κυμαίνεται μεταξύ του 424 και 415 π.Χ. Όμως το μόνο υπολογίσιμο στοιχείο που έχουμε για το θέμα αυτό, δεδομένου ότι το έργο από θεματική άποψη είναι μοναδικό στη δραματική παραγωγή του Ευριπίδη, είναι τα συμπεράσματα από τις αναλύσεις των τριμέτρων. Με βάση το στοιχείο αυτό, μάλλον θα πρέπει να αποδεχτούμε την άποψη ότι το έργο πλησιάζει χρονολογικά τις «Τρωάδες», που διδάχτηκαν το 415 π.Χ.
Η τραγικότητα βρίσκει σ’ αυτό το δράμα την πιο ακραία της διατύπωση. Σύμφωνα με τον Ευριπίδη, που αρέσκεται στην αντιστροφή της μυθικής παράδοσης, ο Ηρακλής, που στον δωδέκατο και τελευταίο άθλο του νίκησε τον ίδιο τον ‘Αδη, γυρνάει στο σπίτι του στη Θήβα και γλιτώνει από τον αμεσότατο κίνδυνο του θανάτου τη γυναίκα του Μεγάρα και τα παιδιά του. Την ίδια στιγμή όμως η ανελέητη εχθρά του Ήρα, η βασίλισσα του Ουρανού, στέλνει στο παλάτι τη Λύσσα, τη δαιμόνισσα της τρέλας, και ο δαμαστής του κόσμου, χάνοντας ξαφνικά τα συλλογικά του, θα γίνει ο πιο άθλιος θνητός σκοτώνοντας τα παιδιά και τη γυναίκα του, που είχε σώσει πριν από λίγο. Πρόκειται για την πιο απότομη μετάπτωση από τη ζηλευτή ευτυχία στην πιο παράλογη και αποτρόπαιη συμφορά. Αυτή η άμεση τρομακτική αλληλοδιαδοχή με τα μοναδικά μέσα της δραματικής τέχνης του Ευριπίδη προκαλεί ανατριχίλα και θολώνει την ανθρώπινη συνείδηση.
Ας δούμε όμως συνοπτικά την υπόθεση του δράματος αυτού: Βρισκόμαστε στη Θήβα. Τα παιδιά του Ηρακλή με τη μητέρα τους τη Μεγάρα και τον πατέρα του ήρωα, τον Αμφιτρύωνα, έχουν καταφύγει στο βωμό του Δία του Σωτήρα, που είχε ιδρύσει κάποτε ο Ηρακλής μετά τη νίκη του κατά των Μινυών. Ο Λύκος, που είχε σκοτώσει τον Κρέοντα, τον πατέρα της Μεγάρας, και σφετερίστηκε το θρόνο, απειλεί να τους σκοτώσει, για να απαλλαγεί από το φόβο της εκδίκησης. Στον Πρόλογο ο Αμφιτρύωνας και ύστερα η Μεγάρα διεκτραγωδούν τη δραματική τους κατάσταση και εκφράζουν όλη την αγωνία τους.
Στην Πάροδο εμφανίζεται ένας Χορός από Θηβαίους γέροντες, ανίκανους να προσφέρουν την παραμικρή βοήθεια, παρά τη μεγάλη συμπάθεια που δείχνουν για τα άτυχα θύματα.
Στο Α’ επεισόδιο εμφανίζεται ο Λύκος, που ενσαρκώνει τον σφετεριστή της εξουσίας στην πιο χυδαία του βαναυσότητα. Εξυβρίζει τον Αμφιτρύωνα και τη Μεγάρα, εκφράζει την περιφρόνησή του προς τον Ηρακλή και δηλώνει σκαιότατα πως, αφού σκότωσε τον Κρέοντα, δε θα αφήσει να ανδρωθούν εκδικητές του. Για απάντηση ο Αμφιτρύωνας περιγράφει τους άθλους του Ηρακλή, του ζητάει να αφήσει τα παιδιά να φύγουν από τη χώρα, για να μη γίνουν θύματα της δειλίας ενός τυράννου και καταλήγει σε ένα κατηγορητήριο για την αχαριστία της Θήβας, αλλά και όλης της Ελλάδας, προς τον ευεργέτη τους Ηρακλή. Τέλος η Μεγάρα, με ήθος αξιοθαύμαστο, προτείνει να αποδεχτούν τη μοίρα τους και παρακαλεί μόνο να της επιτρέψουν να ντύσει μέσα στο σπίτι τα παιδιά με τη νεκρική στολή, πράγμα που αποδέχεται τελικά ο Λύκος. Όταν ο Αμφιτρύωνας μένει μόνος στη σκηνή, κατηγορεί δριμύτατα το Δία, που ξέρει να καταλύει τους γάμους, αλλά εγκαταλείπει ανάλγητα τους δικούς του στις κρίσιμες ώρες, αντίθετα από ό,τι κάνει ο ίδιος, ένας θνητός.
Το Α’ στάσιμο με τα τρία στροφικά ζεύγη είναι ένα εκτενές εγκώμιο του Ηρακλή, που προσφέρει ένα προανάκρουσμα για τον ερχομό του ήρωα. Η τελευταία στροφή κλείνει με την κάθοδο στον ‘Αδη και συνάπτεται με το παράπονο για την εγκατάλειψη των παιδιών, που η αδυναμία των γερόντων δεν μπορεί να βοηθήσει.
Στο Β’ επεισόδιο έρχονται στη σκηνή ο Αμφιτρύων, η Μεγάρα και τα παιδιά, όλοι με νεκρική αμφίεση. Η Μεγάρα θρηνεί για τα παιδιά της, τα αγκαλιάζει για τελευταία φορά με τόνους άκρας τρυφερότητας και, με την κραυγή της προς τον Ηρακλή μέσα στην απόγνωσή της, ετοιμάζει την άφιξη του ήρωα. Όταν ο τελευταίος φτάνει επιτέλους, μαθαίνει την κατάσταση από τη Μεγάρα και σε έναν έξαλλο λόγο του εξαγγέλλει μια εκδίκηση δίχως όρια. Στο τέλος του επεισοδίου η προσοχή συγκεντρώνεται στα παιδιά σε μια από τις συγκινητικότερες σκηνές που έχει γράψει ο Ευριπίδης: Ενώ ο ήρωας είναι έτοιμος να μπει μαζί τους στο σπίτι, τα παιδιά κρεμασμένα απάνω του δεν τον αφήνουν να κινηθεί, ώστε αναγκάζεται να τα πιάσει με τα χέρια του και να τα σύρει μαζί του, όπως ένα καράβι σέρνει τις βάρκες του.
Μετά το Β’ στάσιμο, όπου ο Χορός διεκτραγωδεί την καταλυτική αδυναμία των γηρατειών και εγκωμιάζει την απαράμιλλη χάρη της νιότης, ευχόμενος οι ενάρετοι να έχουν διπλή ζωή, για να χαρούν τα νιάτα τους και να μπορέσουν να τα αξιοποιήσουν, στο Γ’ επεισόδιο εισβάλλει ο Λύκος, για να αποτελειώσει το έγκλημα του, ο Αμφιτρύωνας όμως τον παρασέρνει μέσα στο σπίτι. Ενώ ακούγονται οι κραυγές του τυράννου που σκοτώνεται μέσα από τον Ηρακλή, ο Χορός βρίσκει την ευκαιρία να επισημάνει τη δικαιοσύνη των θεών που τιμωρούν το άδικο και προστατεύουν το δίκιο. Το μοτίβο αυτό θα αναπτυχθεί περισσότερο στο Γ’ στάσιμο, με αποκορύφωμα έναν ύμνο στο Δία, που οδήγησε τον ήρωα από τον θεοσκότεινο κόσμο των νεκρών σε μια ολοφώτεινη νίκη, αποκαλύπτοντας ότι πράγματι ήταν γεννήτορας του. «Αν το έργο τελείωνε εδώ», επισημαίνει ο Albin Lesky «θα είχαμε ένα δράμα που οδηγεί μέσα από την αγωνία και την αμφιβολία σε μια θεοδικία γεμάτη φως. Κάτι τέτοιο όμως δε θα ταίριαζε στον Ευριπίδη».
Έτσι από το στ. 815 και εξής αντιμετωπίζομε μια τελείως αναπάντεχη δραματική εξέλιξη, που μόνο ο Ευριπίδης θα μπορούσε να την αποτολμήσει: Έντρομοι στίχοι του Χορού αναγγέλλουν την αιφνιδιαστική φρικιαστική εμφάνιση με άρμα φτερωτό, πάνω στη στέγη του παλατιού, της Ίριδας και της Λυσσάς, της γοργόμορφης δαιμόνισσας της μανίας. Πώς βρέθηκαν εκεί και πώς υστέρα εξαφανίζεται η Ίρις, ενώ η Λύσσα ορμάει με το φτερωτό όχημα στο σπίτι, παραμένουν πάντα απορίες άλυτες, αφού δεν ξέρομε ποιος μηχανισμός στη στέγη της σκηνής διευκόλυνε μια τέτοια διαδικασία.
Η Ίρις με μοναδικό κυνισμό αποκαλύπτει την αυθαίρετη εξουσία των θεών, εξηγώντας πως τώρα, που ο Ηρακλής τελείωσε τους άθλους του και δε βρίσκεται πια υπό την προστασία του Δία, η Ήρα θα τον ρίξει στην άκρα δυστυχία, πράγμα που αποτελεί και προσωπική της επιθυμία. Στη συνέχεια ερεθίζει τη Λύσσα να ρίχτει επάνω του με άκρατη μανία. Η τελευταία, παρά τις αρχικές αντιρρήσεις της για την απάνθρωπη ωμότητα προς τον άνθρωπο που λύτρωσε γη και θάλασσα και αποκατέστησε την τιμή των θεών από την αυθαιρεσία των ασεβών, εντούτοις, υποχρεωμένη να υπακούσει ως απλό εκτελεστικό όργανο της Ήρας, ανάβει το δαυλό και ορμάει ακάθεκτη μέσα στο σπίτι. Στο χορικό των στ. 874-908, που παίρνει τη θέση στάσιμου, ο Χορός βλέπει με αγωνία και θρήνο το σπίτι να τραντάζεται συθέμελα και τη στέγη του έτοιμη να καταρρεύσει.
Στους στ. 909-1015, που θα μπορούσαν να εκληφθούν ως Ε’ επεισόδιο, ακούμε από τον έντρομο εξάγγελο τη φρίκη: Ο Ηρακλής, χτυπημένος άγρια από μανία, έχει σκοτώσει τη γυναίκα του και τα παιδιά του, νομίζοντας πως σκοτώνει τα παιδιά του Ευρυσθέα, και, ενώ είναι έτοιμος να σκοτώσει και τον πατέρα του Αμφιτρύωνα, επεμβαίνει η Αθηνά, που χτυπώντας τον με μια πέτρα στο στήθος τον ρίχνει σε βαθύ λήθαργο. Τώρα κοιμάται δεμένος σε μια σπασμένη κολόνα. Η εικόνα αυτή της τρομακτικής πνευματικής διαταραχής, που σχεδιάζεται με μια σχεδόν κλινική οξυδέρκεια, δικαιολογημένα έχει αποσπάσει το γενικό θαυμασμό. Όταν ανοίγει η πύλη, οι θεατές βρίσκονται μπροστά στο αποτρόπαιο θέαμα του δεμένου Ηρακλή πάνω στην πεσμένη κολόνα με τα πτώματα των παιδιών και της γυναίκας του δίπλα του…
Μπαίνοντας ο Αμφιτρύωνας αντικρίζει συγκλονισμένος την αβάσταχτη τραγωδία και, γεμάτος θανάσιμη αγωνία μήπως ξυπνήσει ο παραλογιασμένος γιος του, από τη μια ζητάει από το Χορό να κάνει απόλυτη ησυχία και από την άλλη είναι έτοιμος να το βάλει στα πόδια από την τρομάρα του.
Στο τελευταίο μέρος (στ. 1089-1428) αφυπνίζεται ο Ηρακλής, που δε θυμάται βέβαια και δεν καταλαβαίνει τίποτα, ώσπου μαθαίνει από τον Αμφιτρύωνα τη φρίκη που έχει διαπράξει. Σε άκρα απόγνωση τώρα πια δε βλέπει καμιά διέξοδο παρά μόνο το θάνατο, όπως και ο Αίαντας σε ανάλογη κατάσταση. Την κρίσιμη στιγμή όμως εμφανίζεται ο Θησέας, που είχε μάθει το σφετερισμό της εξουσίας από το Λύκο και ήρθε να βοηθήσει το φίλο του, ένα περισσότερο που ο Ηρακλής τον είχε ελευθερώσει από τον Αδη.
Όταν μαθαίνει τη φοβερή τραγωδία που χτύπησε το φίλο του, συγκλονισμένος επιστρατεύει κάθε δυνατή επιχειρηματολογία προσπαθώντας να τον πείσει πως ο θάνατος είναι λύση του τυχαίου ανθρώπου και δεν αρμόζει σε ήρωα, που έχει χρέος να αντιμετωπίζει θαρραλέα και τα πιο άγρια χτυπήματα της μοίρας και να βρίσκει τρόπο να πορεύεται και μέσα από τις πιο τραγικές αντιξοότητες Του υπόσχεται αμέριστη υποστήριξη και τον εκλιπαρεί να τον ακολουθήσει στην Αθήνα, όπου θα του εξασφαλίσει τις τιμές και τη δόξα που του αρμόζουν.
Ο Ηρακλής, αν και με φανερή δυσκολία, πείθεται τελικά να υπομείνει την τραγωδία της ζωής του ως ηρωικό πρότυπο ακολουθώντας το δρόμο της συνοδοιπορίας με το φίλο του, έστω και τσακισμένο καράβι πια από την πρωτοφανή καταιγίδα που χτύπησε ανελέητα τον πρώτο ήρωα της ελληνικής μυθικής παράδοσης. Στο τέλος του έργου βλέπομε τη συγκινητική εικόνα των δυο φίλων, ο ένας να στηρίζει τον άλλο στο δύσβατο δρόμο της ζωής. Έτσι η φιλία εξαίρεται ως το ύψιστο αγαθό για την ανθρώπινη ύπαρξη και ο φίλος προβάλλεται ως το ισχυρό αποκούμπι σε όλες τις αναπότρεπτες αντιξοότητες για τον άνθρωπο, «τον ηρωικό φορέα βαρών» κατά τον Νίτσε. Φαίνεται πως είναι η ισχυρή πίστη του Ευριπίδη, που απόκτησε με τις πολλές εμπειρίες των εβδομήντα περίπου χρόνων του μέσα σε μια κατεξοχήν ταραγμένη εποχή και την κατέθεσε ως «κτήμα εσαεί» στην ανθρωπότητα. Είναι και αυτό ένα από τα πολλά πολύτιμα μαθήματα που μας κληροδότησε ο βαθιά προβληματισμένος ποιητής.
Την έντονα αντίδρομη δραματική φορά, που παρατηρείται σ’ αυτό το έργο μετά το στ. 815, δύσκολα τη συναντούμε αλλού. Όμως και η σύνθεση των δύο μερών σε μια ασφυκτική ενότητα σε κανένα άλλο δράμα δεν είναι τόσο ισχυρή. «Είναι η αγαπημένη στον Ευριπίδη αντίθεση ανάμεσα στη λάμψη του σωτήρα ήρωα και στην αβυσσαλέα πτώση του μέσα στη νύχτα της οδύνης. Είναι η διάχυτη αμφιβολία του στοχαστή Ευριπίδη, του μπολιασμένου με τις σοφιστικές ανησυχίες του καιρού του, για την εμπιστοσύνη στους θεούς που προστατεύουν τους ενάρετους και η φρικτή αναίρεση μιας τέτοιας πίστης» παρατηρεί εύστοχα ο Lesky.
Ο ρόλος των θεών στο θέατρο του Ευριπίδη είναι γενικά αρκετά προβληματικός, στην περίπτωση όμως του «Ηρακλή» μας οδηγεί σε πλήρες αδιέξοδο, όσες προσπάθειες κι αν έγιναν για να δοθεί μια λογική και κατανοητή απάντηση. Αλλά και η θέση του ποιητή απέναντι στη μυθική παράδοση παρουσιάζεται εντελώς ιδιότυπη: Ενώ αυτή μόνο μπορεί να του προσφέρει το υλικό για το έργο του, δεν μπορεί να του δημιουργήσει τις πνευματικές και ηθικές προϋποθέσεις για την κοσμοθεωρία του, που διαμορφώνεται μόνη της από το συνεχή διάλογο του ποιητή με τα προβλήματα μιας βαθύτατα ταραγμένης εποχής με συνεχείς αναθεωρήσεις. Έτσι στην περίπτωση του Ευριπίδη επιβεβαιώνεται περίτρανα πως «ο ποιητής είναι ο χαλαστής και πλάστης της παράδοσης», όπως επιμένει ο Γιάννης Κακριδής.
Αξίζει όμως να επισημανθεί και η συμβολή του κατεξοχήν αττικού ήρωα Θησέα στη λύση της συνταρακτικής αυτής τραγωδίας. Είναι πάντα φορέας μιας γνώσης φωτισμένης για τις συνθήκες της ανθρώπινης ύπαρξης, γεμάτος ευσέβεια και πρόθυμος να βοηθήσει όλους τους κατατρεγμένους. Στον «Ηρακλή» όμως γίνεται και ο φορέας μιας ισχυρής φιλίας, ενισχυμένης έστω και με το μοτίβο της ευγνωμοσύνης, που μπορεί να αποτελέσει για τον άνθρωπο το μόνο καταφύγιο στους κινδύνους και σε κάθε αντιξοότητα της ζωής, όπως ήδη επισημάνθηκε. Και αυτή τη χάρη την εναποθέτει ο ποιητής στον πιο φωτεινό ήρωα της πατρίδας του, εκφράζοντας για πολλοστή φορά την αταλάντευτη πίστη του σ’ αυτήν, κι ας αναγκάστηκε να την εγκαταλείψει πριν περάσουν δέκα χρόνια από τη διδασκαλία της τραγωδίας αυτής.