Kάθε μουσείο “κρύβει” ένα ολόκληρο κόσμο σχετικό με τον άνθρωπο και το περιβάλλον του, ο οποίος περιμένει εμάς, τους επισκέπτες, να τον πλησιάσουμε με ενδιαφέρον και να τον εξερευνήσουμε.
Τα αρχαιολογικά μουσεία, ειδικότερα, εκθέτουν αντικείμενα φτιαγμένα και χρησιμοποιημένα από ανθρώπους που έζησαν πολύ παλιά, χιλιάδες χρόνια πριν. Όταν κάποιος από εμάς σταθεί και παρατηρήσει ένα εργαλείο, ένα άγαλμα, μια ζυγαριά. Ένα κομμάτι αγγείου ή το βαθύ κόκκινο χρώμα στο μάρμαρο μιας στήλης, δίνει στα αντικείμενα αυτά την ευκαιρία να “ζωντανέψουν” και να πουν την ιστορία τους.
Μπορούμε να ακούσουμε ιστορίες από το παρελθόν γεμάτες χαρά, θλίψη, έρωτα, πόνο, πίστη, παιχνίδια, κινδύνους, θάνατο, ελπίδα, αναμνήσεις, ιστορίες που αποκαλύπτουν τη ζωή ανθρώπων άλλων εποχών και το νόημα του πολιτισμού τους. Από τη δικιά μας ευαισθησία, αντίληψη, ελεύθερη σκέψη και “φαντασία”, από το δικό μας ενδιαφέρον εξαρτάται αν τα αντικείμενα θα μας μιλήσουν.
Το βιβλίο αυτό καλεί το νεαρό αναγνώστη ή επισκέπτη του μουσείου να γνωρίσει, να εξερευνήσει και να “ζωντανέψει” το χώρο αυτό. Ανοίγει ένα -κάποιο- δρόμο για να πλησιάσει κανείς τα αντικείμενα των συλλογών, γνωρίζοντας πολύ καλά ότι δρόμοι υπάρχουν πολλοί. Είναι οι δρόμοι που ανοίγουν κυρίως τα ερωτήματα που θέτουμε.
Το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο είναι πολύ ενδιαφέρον, γιατί περιλαμβάνει αρχαιολογικά ευρήματα από όλες σχεδόν τις περιοχές του ελλαδικού χώρου, τα οποία καλύπτουν μία πολύ μεγάλη χρονική περίοδο από την προϊστορία ως και τα ρωμαϊκά χρόνια. Στην προϊστορική εποχή ανήκουν οι συλλογές των νεολιθικών, κυκλαδικών και μυκηναϊκών ευρημάτων καθώς και η συλλογή αντικειμένων και τοιχογραφιών από τη Θήρα. Στην αρχαία εποχή ανήκουν οι συλλογές γλυπτών, χαλκών και αγγείων. Επίσης το μουσείο περιλαμβάνει τη συλλογή Ελένης Σταθάτου (κοσμημάτων κυρίως), ενώ στο ίδιο κτίριο συστεγάζονται, προσωρινά το Νομισματικό, καθώς και το Επιγραφικό Μουσείο.
Η ίδρυση ενός Κεντρικού Μουσείου ήταν από τις πρώτες φροντίδες των Ελλήνων μετά την επανάσταση του 1821 και την ίδρυση του Νεοελληνικού Κράτους. Θέλησαν να προστατέψουν την πολιτιστική κληρονομιά, επιθυμία που δεν ήταν σε θέση να πραγματοποιήσουν την περίοδο της τουρκοκρατίας, κατά την οποία αντίθετα έβλεπαν να αφαιρούνται από ξένους αρχαία ελληνικά αγάλματα και ναοί με άδεια των σουλτάνων. Ήδη από το 1829 στέγασαν τα συγκεντρωμένα αρχαιολογικά ευρήματα, έργα τέχνης αλλά και κομμάτια της ιστορίας τους, στην Αίγινα (στο κτίριο του Ορφανοτροφείου, αργότερα φυλακών) και μετά από το 1837, στην Αθήνα. Μέχρι να χτιστεί αυτό το μουσείο χρησιμοποιήθηκαν διάφορα κτίρια για τη στέγασή τους, όπως το “Θησείο”, το Βαρβάκειο, το Πολυτεχνείο.
Το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο χτίστηκε προς τα τέλη του 19ου αι. (1860-1889) με δωρεές της Ελένης Τοσίτσα και του Δημήτριου Μπερναρδάκη και με σχέδια των αρχιτεκτόνων L.Lange και e. Ziller, για να στεγάσει τα αρχαιολογικά ευρήματα όλου του ελληνικού χώρου, σύμφωνα με την αντίληψη και τις ανάγκες του 19ου αι.
Σήμερα τα αρχαιολογικά ευρήματα συνήθως παραμένουν στα μουσεία των περιοχών όπου βρέθηκαν, όπως έχει γίνει εξάλλου από παλιότερα με τα ευρήματα των Δελφών, της Ολυμπίας, της Κρήτης κ.α.
Πολλοί αρχαιολόγοι, συντηρητές, γλύπτες, ζωγράφοι, τεχνικοί, φύλακες κ.α. έχουν εργασθεί και εργάζονται στο χώρο αυτό φροντίζοντας με αγάπη την πολύ πλούσια σε πρωτότυπα έργα συλλογή αρχαίων του Μουσείου.
Η πιο δραματική και συγκινητική περιπέτεια που έζησε το μουσείο, συνέβη την εποχή του Β’ παγκοσμίου πολέμου. Με την κήρυξη του ελληνοϊταλικού πολέμου, ανήμερα 28 Οκτωβρίου 1940, έλληνες αρχαιολόγοι άρχισαν να μεταφέρουν τα εκθέματα, αγάλματα, αγγεία, κοσμήματα κ.α. και να τα κρύβουν προσεκτικά στη γη ή σε άλλους ασφαλείς χώρους για να τα προστατέψουν. Στο άδειο μουσείο στεγάστηκαν αργότερα διάφορες υπηρεσίες του γερμανικού στρατού κατοχής. Μετά την απελευθέρωση άρχισε η συγκέντρωση των κρυμμένων αρχαίων αντικειμένων με πολλή στοργή, αλλά και δυσκολίες. Ήταν μια εργασία που κράτησε χρόνια. Το κτίριο του μουσείου τροποποιήθηκε και ανακαινίσθηκε. Τότε οργανώθηκε, κατά το μεγαλύτερο μέρος της, η έκθεση των αρχαίων ευρημάτων, που βλέπουμε και σήμερα, από το διευθυντή του μουσείου, αρχαιολόγο Χρήστο Καρούζο, τη γυναίκα του Σέμνη Καρούζου και τους συνεργάτες τους.
Το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο είναι γεμάτο ζωή. Φυλλάσσει με υπερηφάνεια ένα πολύ σημαντικό μέρος της πολιτισμικής κληρονομιάς των Ελλήνων. Η πολιτισμική κληρονομιά κάθε λαού είναι ανεκτίμητη για το λαό που τη δημιούργησε, αλλά και για τους άλλους λαούς. Η γνωριμία με τα πολιτισμικά έργα που δημιούργησαν οι ανθρώπινες κοινωνίες σε διάφορες περιοχές και χρονικές περιόδους μας βοηθά να επικοινωνούμε και να εκτιμάμε ο ένας τον άλλο. Η γνωριμία αυτή ανοίγει δρόμους για την ειρηνική συμβίωση και τον αλληλοσεβασμό των λαών, ανοίγει δρόμους για το σεβασμό του ανθρώπου και για το θαυμασμό των ωραίων έργων του.