ΕΚΑΒΗ
Η «Εκάβη» -παρά τη διαφορά των απόψεων ως προς τη χρονολόγησή της- πρέπει να τοποθετηθεί γύρω στο 424 π.Χ. Ανήκει δηλαδή στην πιο γόνιμη δεκαετία της δραματουργίας του Ευριπίδη, τη δεκαετία 430-420 π.Χ. Δυστυχώς δε γνωρίζουμε τίποτα ούτε για τα άλλα έργα που συναποτελούσαν την τετραλογία ούτε για τη θέση που κατέλαβε ο ποιητής σ’ αυτούς τους δραματικούς αγώνες.
Δύο θέματα συνυπάρχουν στην τραγωδία αυτή, που μπορεί να χαρακτηριστεί σφοδρή καταγγελία του πολέμου και των καταλυτικών για την ανθρώπινη υπόθεση επιπτώσεών του. Και αν σκεφθεί κανείς ότι παρουσιάζεται στο αθηναϊκό κοινό την ώρα που μαίνεται η πρώτη ακόμα φάση του ολέθριου Πελοποννησιακού πολέμου και τολμάει να καταγγείλει έτσι τον πόλεμο στους συμπατριώτες του που μάχονται, αντιλαμβάνεται κανείς τι συμπεράσματα μπορούν να βγουν όχι μόνο για τον βαθιά κριτικό στοχασμό του ποιητή, για την παρρησία και την εντιμότητά του, αλλά και για το δημοκρατικό πνεύμα της Αθήνας, που δεν εμπόδιζε την εκδήλωση τέτοιων φωνών μέσα στη θηριωδία του πολέμου -ας θυμηθούμε εδώ και την «Ειρήνη» του Αριστοφάνη, και όχι μόνο.
Και τα δυο θέματα της τραγωδίας αυτής, ισοζυγιασμένα σχεδόν, είναι εστιασμένα στην τραγική προσωπικότητα της δύστυχης Εκάβης, της άλλοτε ευτυχισμένης γυναίκας του Πριάμου, γι’ αυτό και δίκαια το έργο πήρε το όνομά της.
Το πρώτο θέμα είναι η θυσία της κόρης της Πολυξένης πάνω στον τάφο του Αχιλλέα, που απαιτεί την προσφορά ενός τέτοιου θύματος, για να τιμηθεί ανάλογα με την αξία του. Το δεύτερο είναι η προδοσία του Πολυμήστορα. βασιλιά των Θρακών, που σκότωσε το γιο της Πολύδωρο, κι ας του τον είχαν εμπιστευθεί πριν από τη θύελλα των Τρωϊκών, για να τον γλιτώσουν. Τον σκότωσε όμως ο άπληστος βασιλιάς, για να οικειοποιηθεί το θησαυρό του Πριάμου με τον οποίο συνόδεψε τότε το παιδί. Παραβίασε δηλαδή κατάφωρα το ιερό δίκαιο της φιλοξενίας, γι’ αυτό τώρα τιμωρεί φρικτά αυτόν τον προδότη η Εκάβη, που βρίσκεται αιχμάλωτη στη Θράκη, στο στρατόπεδο των Αχαιών, κατά το γυρισμό τους μετά την άλωση και την καταστροφή της άμοιρης Τροίας.
Το έργο αρχίζει με τον εξαιρετικά πυκνό πρόλογο που εκφωνεί το φάντασμα του Πολύδωρου. Αφηγείται την προδοσία του Πολυμήστορα, φίλου του πατέρα του, που τον σκότωσε, και τώρα το πτώμα του κλυδωνίζεται σε μια ακρογιαλιά, όπου θα το βρει κάποια δούλα, και ζητάει την ταφή του, για να ησυχάσει. Διηγείται ακόμα και την εμφάνιση του Αχιλλέα πάνω στην κορφή του τύμβου του και την αξίωσή του να του θυσιάσουν την Πολυξένη, για να αφήσει τα πλοία να αποπλεύσουν. Έτσι η σημασία του Προλόγου αυτού για τη σύνδεση των δύο μερών της δράσης είναι πρόδηλη. Βρισκόμαστε βέβαια κάπου στη Θρακική Χερσόνησο, όπου έχουν στρατοπεδεύσει όλοι οι Έλληνες, ενώ ο τάφος του Αχιλλέα βρίσκεται στην Τρωάδα, στο ακρωτήριο του Σιγείου. Φαίνεται πως ο ποιητής χρησιμοποιεί, κατά βούληση, εναλλακτικά τους δυο τόπους που είναι απαραίτητοι για τη δράση του έργου, χωρίς να ενδιαφέρεται για την απόσταση.
Στη συνέχεια σέρνεται απάνω στη σκηνή μια εξουθενωμένη Εκάβη, στηριγμένη στις δούλες της. Τρομακτικά όνειρα την έχουν αναστατώσει. Φοβάται για το γιο της που τον είχαν στείλει στη Θράκη, και η είδηση ότι ο Αχιλλέας εμφανίστηκε πάνω στον τάφο του ζητώντας τη θυσία μας Τρωαδίτισσας τη γεμίζει αγωνία. Έτσι με ακαθόριστους υπαινιγμούς, προετοιμάζονται οι δυο σταθμοί στην οδυνηρή πορεία της άμοιρης Εκάβης.
Στην Πάροδο ο Χορός, από Τρωαδίτισσες αιχμάλωτες, διηγείται αναστατωμένος στην Εκάβη τι έγινε στο στρατόπεδο των Αχαιών με την αξίωση του Αχιλλέα να θυσιαστεί η Πολυξένη: Παρά τις αντιρρήσεις του Αγαμέμνονα, που κουβαλούσε μαζί του ως παλλακίδα του την Κασσάνδρα, την άτυχη μάντισσα και κόρη της Εκάβης -επομένως είχε τους λόγους του- ο Οδυσσέας κατάφερε να επιβάλει τη θέληση του για τη θυσία της Πολυξένης, και τώρα έρχεται να την παραλάβει ο ίδιος. Η Εκάβη ξεσπάει σε θρήνο και καλεί τη θυγατέρα της να βγει έξω, όπου πληροφορείται κι αυτή την απειλούμενη συμφορά. Θαυμάσια απεικονίζεται εδώ το ψυχικό μεγαλείο της νεαρής κόρης, όταν θρηνεί όχι για τη δική της μοίρα, αλλά για τη δυστυχία της μητέρας της (στ. 197-215).
Στο Α’ επεισόδιο εμφανίζεται ο Οδυσσέας αποφασισμένος να πάρει την Πολυξένη για τη θυσία. Σε μια στιχομυθία η Εκάβη αναθυμάται με κάθε λεπτομέρεια πως ήρθε κάποτε ο Οδυσσέας κατάσκοπος στην Τροία, όπου αναγνωρίστηκε απ’ την Ελένη και σώθηκε μόνο από την καλοσύνη της Εκάβης. Ο Οδυσσέας επιβεβαιώνει όλα εκείνα για τα οποία της χρωστάει ευγνωμοσύνη. Εδώ αρχίζει ο μονόλογος της Εκάβης, που χρησιμοποιεί δυο φορές το μοτίβο της υποχρέωσης του Οδυσσέα να δείξει την ευγνωμοσύνη του, για να πλαισιώσει μια άγρια επίθεση εναντίον του παραλογισμού της ανθρωποθυσίας, τελειώνοντας με μια ικετευτική έκκληση στον Οδυσσέα να εμποδίσει με την επιρροή του τη θυσία της κόρη της (στ. 251- 295).
Η θερμή έκκληση της Εκάβης δεν είχε βέβαια κανένα αντίκτυπο στον Οδυσσέα, που απαντάει σαν ένα ψυχρό εκτελεστικό όργανο του στρατεύματος, αποφασισμένος να φέρει σε πέρας την αποστολή του.
Ούτε και η αξιοπρεπέστατη παρέμβαση της Πολυξένης θα φέρει αποτέλεσμα, που του βεβαιώνει ότι θα τον ακολουθήσει χωρίς αντίσταση, γιατί καλύτερος είναι ο θάνατος γι’ αυτήν από τη μοίρα της δουλείας, που την απειλεί μετά τη συντριβή ενός περήφανου μεγαλείου. Ούτε θα τον συγκινήσουν και οι τελευταίες απεγνωσμένες προσπάθειες της Εκάβης να θυσιάσουν αυτήν στη θέση της κόρης της ή τουλάχιστον να πεθάνει και η ίδια μαζί με το παιδί της. Δε μένει παρά να αποχωριστούν μητέρα και κόρη μέσα σε έναν τρυφερό θρήνο, που αφήνει τώρα ελεύθερες τις καρδιές να ραγίσουν…
Μετά από μια λυρική παρεμβολή του Χορού στο Α’ στάσιμο, που διεκτραγωδεί τη μοίρα της σκλαβιάς του, ακολουθεί το Β’ επεισόδιο. Εδώ έρχεται ο Ταλθύβιος, ο αγγελιοφόρος του Αγαμέμνονα, να καλέσει την Εκάβη, που βρίσκεται σωριασμένη στο έδαφος με σκεπασμένο το πρόσωπο, να θάψει την κόρη της. Ύστερα με ανυπόκριτο θαυμασμό εξιστορεί τον ηρωικό θάνατο της βασιλοκόρης, που προχώρησε στο βωμό χωρίς να επιτρέψει να της κρατούνε τα χέρια, νικώντας έτσι με την αξιοπρέπεια και τη γενναιοφροσύνη της τους κατακτητές της πατρίδας της.
Μετά το θρήνο της η Εκάβη ετοιμάζεται να θάψει την κόρη της με τα στολίδια που θα ζητιανέψει απ’ τις αιχμάλωτες γυναίκες, αφού έχει στείλει τη γριά θεράπαινα να φέρει νερό απ’ την ακτή, για να πλύνουν το κορμί της Πολυξένης -εκεί ακριβώς όπου θα βρει κα το πτώμα του Πολύδωρου, για να διπλώσει η συμφορά για τη δύστυχη μάνα. Στο μεταξύ η Εκάβη αποχωρεί απ’ τη σκηνή γεμάτη απόγνωση, προκειμένου να αντιμετωπίσει το θλιβερό καθήκον της ταφής του παιδιού της.
Ύστερα από το σύντομο Β’ στάσιμο, όπου επισημαίνεται πάλι η κατάρα του πολέμου, που πλήττει το ίδιο νικητές και ηττημένους, αρχίζει το Γ’ επεισόδιο με την επιστροφή της θεράπαινας από την ακτή, όπου βρήκε το πτώμα του Πολύδωρου και το φέρνει μαζί της στη σκηνή. Όταν βγαίνει η Εκάβη από το αντίσκηνο και σηκώνεται το κάλυμμα, αναγνωρίζει τη συντριβή και της τελευταίας ελπίδας της και κατεβαίνει πια και το έσχατο σκαλί της απελπισίας της. Εδώ ο θρήνος γενικεύεται με προεξάρχουσα βέβαια την κατακεραυνωμένη μάνα…
Πάνω στην ώρα καταφθάνει και ο Αγαμέμνονας να πάρει την Εκάβη, για να θάψει την Πολυξένη, και εκεί, βλέποντας τη νέα συμφορά της, παραδέχεται πως τόσο δύστυχη καμιά άλλη δε βρίσκεται στον κόσμο… Η τραγική ηρωίδα, που μέσα στην ένταση της απόγνωσης της διακατέχεται πια από την αναταραχή ενός βίαιου πάθους Μαινάδας να εκδικηθεί τον άτιμο προδότη και δολοφόνο του γιου της, ύστερα από κάποιους δισταγμούς, απευθύνει θερμή έκκληση στο θανάσιμο εχθρό της Αγαμέμνονα να τη βοηθήσει να πραγματοποιήσει το σχέδιό της. Ο λόγος της συσπειρώνεται στο επιχείρημα πως ο αρχιστράτηγος κοιμάται μαζί με την κόρη της, την Κασσάνδρα, απολαμβάνει τις χαρές του έρωτα, κι επομένως θα βοηθήσει η Κύπριδα. Στις αναστολές του Αγαμέμνονα, που δείχνει να φοβάται τις αντιδράσεις του στρατού, αφού ο Πολυμήστορας είναι τώρα φίλος των Αχαιών, η Εκάβη του ζητάει μόνο την ανοχή του, χωρίς να γίνει ο ίδιος συνεργός στην εκδίκηση. Ανακουφίζεται μ’ αυτό ο Αγαμέμνονας, και η Εκάβη στέλνει τη θεράπαινα να της φέρει το Θράκα μαζί με τα παιδιά του.
Μετά το Γ’ στάσιμο φτάνουμε στην Έξοδο, το τελευταίο διαλογικό μέρος της τραγωδίας, όπου έρχεται ο Πολυμήστορας με τα παιδιά του προσποιούμενος αναίσχυντα συμπάθεια για τα βάσανα της Εκάβης. Τολμάει μάλιστα με ποταπότητα να την καθησυχάσει και για τον Πολύδωρο… Η Εκάβη, που προσποιείται κι αυτή πως τον εμπιστεύεται, διεγείρει την απληστία του με δυο δολώματα: Τον κάλεσε, λέει, για ν’ αποκαλύψει σ’ αυτόν και στα παιδιά του τον μυστικό τόπο στην Τροία, όπου είναι ακόμα θαμμένο χρυσάφι, και τώρα του ζητάει να περάσει μέσα στο αντίσκηνο, για να του παραδώσει δήθεν και το χρυσάφι που είχε φέρει μαζί της από την Τροία, στην πραγματικότητα για να τον παραδώσει στην εκδίκηση των αιχμαλώτων γυναικών, που περίμεναν μέσα αγριεμένες.
Η αισχρή απληστία παρασέρνει το Θράκα στην παγίδα και το τέλος δεν αργεί να φτάσει. Μετά τις γοερές κραυγές του Πολυμήστορα, που ακούγονται από μέσα, βγαίνει η Εκάβη και ανακοινώνει την πραγματοποίηση της εκδίκησής της. Σε λίγο το εκκύκλημα βγάζει μπροστά στα μάτια των θεατών τα δολοφονημένα παιδιά του Πολυμήστορα, και ο ίδιος, τυφλός και με αίματα στο πρόσωπο, χτυπιέται και σέρνεται ψηλαφώντας, στην έσχατη εγκατάλειψη του τυφλού, να ανακαλύψει τα παιδιά του.
Πάνω στην ώρα έρχεται στη σκηνή και ο Αγαμέμνονας, που άκουσε τις κραυγές του Θράκα. Ο τελευταίος τον διαβεβαιώνει πως σκότωσε τον Πολύδωρο για το χατίρι, λέει, των Ελλήνων, αφού ήταν το βλαστάρι των εχθρών τους Τρώων, η Εκάβη όμως στον αντίλογο της ανασκευάζει με επιτυχία τα επιχειρήματά του, πράγμα που πείθει τον Αγαμέμνονα, και η απόφασή του είναι καταδικαστική για τον παραβάτη του δικαίου της φιλοξενίας.
Στο τέλος των τραγωδιών του Ευριπίδη συνήθως ο «από μηχανής θεός» προλέγει το μέλλον των προσώπων που είχαν πάρει μέρος στο δράμα. Εδώ όμως ο ίδιος ο Πολυμήστορας επωμίζεται αυτόν το ρόλο και προμαντεύει πως η Εκάβη θα μεταμορφωθεί σε σκύλα και θα δώσει το όνομά της στο ακρωτήριο «Κυνός σήμα», και πως ο Αγαμέμνονας με την Κασσάνδρα θα σκοτωθούν με το χέρι της Κλυταιμνήστρας. Αυτό εξοργίζει τον Αγαμέμνονα και διατάζει να ρίξουν το Θράκα σε κάποιο έρημο νησί.
Μένει να θάψουν τα δυο πτώματα και να ξεκινήσουν για το ταξίδι του γυρισμού στην Ελλάδα, ενώ ο Χορός ετοιμάζεται απελπισμένος να πάρει το δρόμο της σκλαβιάς. Εδώ κλείνει και το δράμα του Ευριπίδη.
Όλα τα γεγονότα του δράματος αυτού αποκτούν το νόημά τους στη συνάρτησή τους με την κεντρική τραγική μορφή της Εκάβης, που γεμίζει τη σκηνή με την οδύνη της από την αρχή ως το τέλος του έργου. Έχουμε μια αδιάκοπη εσωτερική ανελικτική πορεία από μια Εκάβη, που προσφέρει στον εχθρό της διέξοδο από μια θανάσιμη κατάσταση, ώσπου σιγά σιγά συντρίβονται όλες οι ελπίδες της μια μετά την άλλη και η υπέρμετρη συμφορά διοχετεύεται στην υπερβολή μιας φρικιαστικής εκδίκησης. Καλοσύνη και τρυφερότητα, αλλά και απληστία στην εκδίκηση συνοικούν μέσα σε έναν και τον αυτό άνθρωπο, κατά τον τρόπο του Ευριπίδη -ας θυμηθούμε και τη Μήδεια του- που επιμένει πάντα να ψάχνει τα κατάβαθα της ανθρώπινης ψυχής και να βγάζει στην επιφάνεια όλον το ζόφο της.
Αποκαλύπτει δηλαδή ότι ο άνθρωπος, κάτω από το ασήκωτο βάρος της δυστυχίας, από ανήμπορο και πανάθλιο θύμα, μπορεί να μεταμορφωθεί κάποτε σε θηριώδες αποτρόπαιο τέρας, που μας προκαλεί μόνο φρίκη. Και η Εκάβη είναι παράδειγμα χαρακτηριστικό: Από ευτυχισμένη βασίλισσα γίνεται άθλια σκλάβα, αφού έχασε τα πάντα. Είδε την πόλη της να καίγεται, τον άνδρα της σφαγμένο, έχασε πλήθος γιους και θυγατέρες, είδε τον εγγονό της Αστυάνακτα, το γιο του αγαπημένου της Έκτορα, να εκσφενδονίζεται ανάλγητα από τα τείχη της Τροίας, και τώρα χάνει και την Πολυξένη της σε μια ανήκουστη ανθρωποθυσία, για να ακολουθήσει και η τραγικότατη απώλεια του Πολύδωρου, που ήταν το τελευταίο αποκούμπι της. Ως εδώ είναι αντιπροσωπευτικό θύμα, που υφίσταται παθητικά την ανθρώπινη σκληρότητα, χωρίς να έχει προσωπική ευθύνη.
Και ξαφνικά, εκεί που περιμέναμε εύλογα την πλήρη εξουθένωση της, από ποια σκοτεινά βάθη όρμησε αυτή η πρωτοφανής παθιασμένη μανία να εκτελέσει με σπάνια αγριότητα το πιο αποτρόπαιο έγκλημα; Κατάπληκτοι την παρακολουθούμε όχι μόνο να τυφλώνει τον άθλιο καταχραστή της εμπιστοσύνης της, αλλά να προχωρεί ακάθεκτα, αυτή η τόσο πονεμένη μάνα, σκοτώνοντας και τα παιδιά του, που κατά τεκμήριο είναι αθώα! Το μέγα πάθος της, που έχει ξεφύγει πια από κάθε ανθρώπινο μέτρο, την οδηγεί στην πλήρη τερατοποίησή της -είναι επόμενο να μεταμορφωθεί πια σε σκύλα.