Η ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ ΣΤΗΝ ΑΥΛΙΔΑ
Το δράμα αυτό πραγματεύεται τη θυσία τής Ιφιγένειας στην Αυλίδα, θέμα που απασχόλησε και τους προκατόχους του ποιητή δραματουργούς, τον Αισχύλο και το Σοφοκλή. Γράφτηκε κατά τη διάρκεια της παραμονής του Ευριπίδη στην αυλή του Αρχέλαου στη Μακεδονία και είναι από τα τελευταία έργα του μαζί με τον «Αλκμαίωνα» και τις «Βάκχες». Ενώ οι «Βάκχες» μας παραδόθηκαν σχεδόν ολοκληρωμένες και ο «Αλκμαίωνας» διασώθηκε σε ελάχιστα αποσπάσματα, η «Ιφιγένεια» παρουσιάζει πολλά κενά, που συμπληρώθηκαν προφανώς εν μέρει από το γιο -ή ανεψιό- τον Ευρυπίδη το νέοτερο, προσαρμοσμένα στα νεωτεριστικά ρεύματα της εποχής του, όταν παρουσίασε το έργο το 405 π.Χ., μετά το θάνατο του ποιητή.
Όμως πολύ πρόσφατες μελέτες προσπαθούν να αποδείξουν πως κείμενο της πρώτης παράστασης του έργου ήταν πολύ διαφορετικό από αυτό που μας παραδόθηκε και ότι πάρα πολλές προσθήκες οφείλονται σε κάποιον αναθεωρητή του 4ου π.Χ. αιώνα, προσθήκες μόνο στον Πρόλογο και στην Έξοδο, αλλά και διάσπαρτες μέσα στο κείμενο. Επισημαίνοντας αυτές τις προσθήκες προσπαθούν να αποκαταστήσουν το κείμενο της πρώτης παράστασης, που ωστόσο δεν είναι απαλλαγμένο και από τις επεμβάσεις του Ευριπίδη του νεότερου όπως ήδη επισημάνθηκε. Επομένως το τι ακριβώς έγραψε ο τραγικός ποιητής παραμένει πάντα ένα δυσαπάντητο ερώτημα, εκτός ίσως από την υποψία ότι το δικό του κείμενο ήταν ημιτελές.
Όμως τα πάμπολλα προβλήματα που θέτει η ιδιόρρυθμη αυτή τραγωδία και οι ποικίλες απόψεις που διατυπώθηκαν για την αντιμετώπισή τους, καλύτερα να αναφερθούν, όσο επιδέχεται μια σύντομη εισαγωγή, μετά τη συνοπτική έκθεση της υπόθεσης του έργου. Έτσι ίσως θα γίνουν πιο κατανοητά:
Στο πρώτο αναπαιστικό μέρος ενός προβληματικού Προλόγου (στ. 1-48) βλέπουμε τον Αγαμέμνονα καταταραγμένο μέσα στη νύχτα να καλεί έναν γέροντα υπηρέτη, που τον βλέπει κατάπληκτος τέτοια ώρα έξω από τη σκηνή να σκίζει και να ξαναγράφει επιστολές και ζητάει να μάθει τι τον βασανίζει. Ακολουθεί ένα ιαμβικό μέρος με τη συνηθισμένη ευριπίδεια μορφή (στ. 49-114), όπου ο βασιλιάς αφηγείται την προϊστορία της εκστρατείας κατά της Τροίας και στέκεται στην εντολή του Κάλχαντα να θυσιαστεί η Ιφιγένεια κατ’ απαίτηση της Αρτέμιδας, για να αποπλεύσουν τα πλοία, στη σκευωρία με πίεση του Μενέλαου να φέρουν την Ιφιγένεια στην Αυλίδα με πρόσχημα το γάμο της με τον Αχιλλέα και τέλος στη δική του μεταμέλεια και την απόφαση να εμποδίσει τον ερχομό της κοπέλας με ένα δεύτερο γράμμα. Στο τρίτο μέρος του Προλόγου, αναπαιστικό κι αυτό (στ. 115-163), ο Αγαμέμνονας ανακοινώνει στον υπηρέτη το περιεχόμενο της επιστολής και τον διατάζει να βιαστεί, για να προλάβει τις εξελίξεις.
Στην Πάροδο, την εκτενέστερη που σώζεται σε τραγωδία του Ευριπίδη, κοπέλες από τη Χαλκίδα έρχονται στην Αυλίδα να θαυμάσουν τις προετοιμασίες των Ελλήνων για την εκστρατεία, αναγνωρίζουν τους ήρωες με τα μεγάλα ονόματα, μετρούν τα πλοία που παρέθεσε κάθε πόλη -θυμίζοντας τον κατάλογο των νεών στη Β’ ραψωδία της Ιλιάδας- και παραθέτουν τα κοσμήματα της πρύμνης σε μερικά πλοία κατά την περιγραφή των εμβλημάτων των ασπίδων στους «Επτά επί Θήβας» του Αισχύλου. Η επιμονή αυτή στη στρατιωτική προετοιμασία στοχεύει φυσικά στο να τονιστεί η δύναμη και η βούληση του στρατού, που αποτελεί σημαντικό παράγοντα για την εξέλιξη της δράσης.
Στο Α’ Επεισόδιο βλέπουμε το Μενέλαο να διαπληκτίζεται με το γέροντα υπηρέτη του Αγαμέμνονα. Καθώς ο πρώτος περίμενε ανυπόμονα τον ερχομό της Ιφιγένειας, είδε το γέροντα με την επιστολή, του την άρπαξε και προφανώς διάβασε το περιεχόμενο της. Τώρα έρχεται να ζητήσει το λόγο από τον αδελφό του για την «άθλια» παλινωδία του. Με τις φωνές του γέροντα υπηρέτη που διαμαρτύρεται βγαίνει και ο Αγαμέμνονας, οπότε ακολουθεί ένας άγριος διαπληκτισμός ανάμεσα στα δυο αδέλφια με αγώνα λόγων κατά τη συνήθεια του ποιητή πλαισιωμένον με διαλογικά μέρη. Η ουσία είναι πως τα δυο αδέλφια εκθέτουν με αναλγησία τα ταπεινά ελατήρια του άλλου και ευτελίζουν τη συμπεριφορά τους αμοιβαία χωρίς κανέναν δισταγμό.
Ύστερα από αυτούς τους μάταιους διαπληκτισμούς και ενώ ο Μενέλαος οργισμένος είναι έτοιμος να απομακρυνθεί, εμφανίζεται ο Αγγελιοφόρος, και μάλιστα στη μέση ενός στίχου -προφανώς για να ενταθεί η δραματικότητα- και αναγγέλλει την άφιξη της Ιφιγένειας με τη μητέρα της και το μικρόν Ορέστη. Περιγράφει μάλιστα και τον ενθουσιασμό του στρατού, που περιμένει κάποια γιορτή των «ευτυχισμένων» αρχόντων, εντείνοντας έτσι την τραγική ειρωνεία. Επισημαίνεται όμως και εδώ η παρουσία του πλήθους, παράγοντα αποφασιστικού πάντα για την εξέλιξη των γεγονότων.
Ο Αγαμέμνονας διώχνει απότομα τον Αγγελιοφόρο και ξεσπάει τε θρήνο. Τρομάζει στην ιδέα πώς θα αντιμετωπίσει την Κλυταιμνήστρα και πώς θα αντέξει στη θέα του παιδιού του που πρόκειται να θυσιάσει… Συγκινημένος τώρα ο Μενέλαος από τον πόνο του αδελφού του αλλάζει τελείως στάση και του ζητάει να μη θυσιάσει το παιδί του και να διαλύσει το στράτευμα! Και τότε έρχεται η έκπληξη: Ο Αγαμέμνονας, που θρηνούσε, μεταστρέφεται διαμετρικά και δηλώνει πως η ανάγκη τον υποχρεώνει να κάνει την οδυνηρή θυσία. Είναι ο Κάλχαντας που θα το μαρτυρήσει, ο παμπόνηρος Οδυσσέας που θα το διαλαλήσει και θα ξεσηκώσει τους πάντες και φυσικά ο παλαβωμένος για την εκστρατεία στρατός, ο αποφασιστικός, όπως είπαμε, παράγοντας, που θα απειλήσει και τη ζωή τους ακόμα. Εκλιπαρεί μόνο να μη μάθει τίποτα η Κλυταιμνήστρα.
Στο 1ο Στάσιμο ο Χορός επισημαίνει την ευτυχία ή τη συμφορά που μπορεί να φέρει ο Έρωτας, και στην Επωδό ακούμε το θέμα του Πάρη με την αρπαγή της Ελένης, που έχει προκαλέσει την ανάγκη για την τρωική εκστρατεία. Είναι φανερό πως εδώ, όπως άλλωστε και σε όλη την έκταση του δράματος, παρατηρείται χαλαρή θεματική αντιστοιχία με τα δρώμενα.
Πρόβλημα δημιουργούν οι στίχοι 590-606, που πραγματοποιούν τη μετάβαση στο Β’ Επεισόδιο. Ενώ εύκολα αποδίδονται στο Χορό των γυναικών από τη Χαλκίδα, που προσπαθούν να βοηθήσουν τη βασίλισσα και την κόρη της να κατέβουν από το άρμα, οι προηγούμενοι (590-597), που εγκωμιάζουν την «άνασσά» τους και εκφράζουν τον ενθουσιασμό του στρατού, είναι όντως προβληματικοί. Ήδη ο Murray μιλάει για έναν βοηθητικό Χορό στρατιωτών, που προστέθηκε σε μια μεταγενέστερη παράσταση, οι πρόσφατες μελέτες μάλιστα τον θεωρούν προσθήκη του αναθεωρητή του 4ου αιώνα. Ο Albin Lesky αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο να οφείλεται και σε πειραματισμούς του ίδιου του ποιητή, που στα τελευταία έργα του «ανίxνευε καινούριους δρόμους» προκειμένου να εντείνει τις σκηνικές εντυπώσεις.
Στο Β’ Επεισόδιο γίνεται η επώδυνη συνάντηση του Αγαμέμνονα με την Κλυταιμνήστρα και την κόρη του, όπου με ψυχικό διχασμό και με απόγνωση αντιμετωπίζει πρώτα την τρυφερότητα και την αφοσίωση του παιδιού του και ύστερα τις επίμονες ερωτήσεις της γυναίκας του για τον επικείμενο γάμο της κόρης της και τον μέλλοντικό γαμπρό της, πράγματα που φέρνουν σε άκρα απελπισία τον βασιλιά καθώς επιχειρεί με το ψέμα να καλύψει την οδυνηρή πραγματικότητα και μάταια προσπαθεί να πείσει την Κλυταιμνήστρα να επιστρέψει στο Άργος.
Μετά το 2ο Στάσιμο, όπου ο Χορός μιλάει για την εκστρατεία και τη συμφορά που περιμένει τις Τρωαδίτισσες με ευθύνη της Ελένης, της θυγατέρας του Κύκνου -εκφράζοντας την αμφιβολία του για την περίεργη καταγωγή της κατά γνήσιο ευριπίδειο τρόπο- ακολουθεί το Γ’ Επεισόδιο, όταν εμφανίζεται στη σκηνή ο Αχιλλέας να ζητήσει το λόγο από τον Αγαμέμνονα για την καθυστέρηση της αναχώρησης, καθώς πιέζεται και από την επιθετική ανυπομονησία των Μυρμιδόνων του. Οι φωνές του βγάζουν έξω την Κλυταιμνήστρα, οπότε σε μια ταραγμένη στιχομυθία εκτυλίσσεται μια σκηνή παρεξηγήσεων, που οδηγεί στην αποκάλυψη της απάτης με την επέμβαση του γέροντα υπηρέτη της Κλυταιμνήστρας -της τον κληροδότησε ο πατέρας της στο γάμο της- αυτόν που ο Αγαμέμνονας έστελνε να μεταφέρει στη γυναίκα του τη δεύτερη αποτρεπτική επιστολή.
Αποσβολωμένη η Κλυταιμνήστρα από την αποτρόπαιη αποκάλυψη εκλιπαρεί τον Αχιλλέα να σώσει το παιδί της, και εκείνος βεβαιώνει με ηρωική έπαρση πως θα γίνει θεός -που δεν είναι- για τη σωτηρία της κόρης, απογοητεύει όμως η αιτιολόγηση της στάσης του, όταν δηλώνει ότι την οργή του προκαλεί το γεγονός ότι τον αγνόησε ο Αγαμέμνονας και αφήνει να υπονοηθεί πως, αν τον είχε ενημερώσει για τα σχέδιά του, δε θα δίσταζε να βοηθήσει στη θυσία για το καλό των Ελλήνων! Έτσι ναρκοθετείται το ηρωικό στοιχείο στο κατεξοχήν ηρωικό πρόσωπο. Το ίδιο επιβεβαιώνεται και στο τέλος του Επεισοδίου, όταν ο Αχιλλέας, παρά τη διαβεβαίωσή του ότι εγγυάται με τη ζωή του τη σωτηρία της κόρης, προτείνει στην Κλυταιμνήστρα να προσπαθήσει να μεταπείσει τον Αγαμέμνονα, για να απαλλαγεί και αυτός από τις πιέσεις και τις μομφές του στρατού του. Μέσα στη γενική σύγχυση δεν έχουν να ελπίζουν παρά στη βοήθεια των θεών, «αν υπάρχουν» – πάλι αναφύονται οι γνωστές ανησυχίες του ποιητή, με τις οποίες πάλευε ο ίδιος συνεχώς.
Στη στροφή και αντιστροφή του 3ου Στάσιμου ο Χορός υμνεί τους λαμπρούς γάμους του Πηλέα και της Θέτιδας, που τους τίμησαν με την παρουσία τους και οι θεοί, τους γάμους από τους οποίους ήταν γραφτό να γεννηθεί ο ήρωας Αχιλλέας, στην Επωδό όμως αντιπαραθέτει τη σκοτεινή μοίρα της κόρης που προορίζεται για μια ανόσια θυσία.
Στο Δ’ Επεισόδιο βλέπουμε έναν αξιοθρήνητο Αγαμέμνονα να προσπαθεί μάταια να αντιμετωπίσει το ανελέητο κατηγορώ μιας βαθιά πληγωμένης Κλυταιμνήστρας, που ξέρει πια όλη την αλήθεια και οργισμένη φτάνει στο σημείο να υπαινίσσεται και τα μελλοντικά σκοτεινά γεγονότα του μύθου, που σχετίζονται με την επιστροφή του Αγαμέμνονα. Οι αρχικές προσπάθειες του βασιλιά να υπεκφύγει καταλήγουν στην αναγκαστική σιωπή, γιατί δε θέλει, λέει, να «προσθέσει και την απάτη στη συμφορά», αυτός που τόσα ψέματα είχε αραδιάσει ως τη στιγμή εκείνη. Η δεινή θέση του γίνεται πια αβάσταχτη με την εμφάνιση της Ιφιγένειας -και του μικρού Ορέστη- που, αντίθετα με τη μάνα της, κατακλύζει τον πατέρα της με τρυφερές αναμνήσεις και θερμά παρακάλια, εκφράζοντας απροκάλυπτη περιφρόνηση για κάθε ηρωική στάση, που κορυφώνεται με τη φρίκη της για το θάνατο, απεχθέστερο και από τη χειρότερη ζωή. Το Επεισόδιο κλείνει με τον Αγαμέμνονα να βεβαιώνει ότι ο ίδιος αγαπάει τα παιδιά του, δεν μπορεί όμως να αντιμετωπίσει αλλιώς την ασφυκτική πίεση που ασκεί ο στρατός για τη θυσία της κόρης, προκειμένου να αναχωρήσουν τα πλοία για την Τροία, και καταλήγει με ένα νέο επιχείρημα: Πρέπει, λέει, να δοθεί οριστικό τέλος στις αρπαγές των Ελληνίδων από τους βαρβάρους και να διασφαλιστεί το κύρος και η αξιοπρέπεια της Ελλάδας!
Το νέο αυτό κίνητρο δε φαίνεται να έχει απήχηση, αφού ακολουθεί το 4ο Χορικό με τη μορφή μιας μακριάς μονωδίας της Ιφιγένεια, όπου θρηνεί για τη μοίρα της να σφαγεί από τα ανόσια χέρια του πατέρα συνδέοντάς την όμως με την κρίση του Πάρη και την αρπαγή της κακορίζικης Ελένης, χωρίς καμιά μνεία ωστόσο για την απόφασή της να θυσιαστεί.
Το Ε’ Επεισόδιο αρχίζει με μια ταραγμένη σκηνή σε τροχαϊκούς τετραμέτρους με αλλεπάλληλες αντιλαβές, όπου ο Αχιλλέας ·τρομαγμένος εκθέτει την οργή του στρατού, που τον απειλεί με λιθοβολισμό αν επιμείνει να εμποδίσει τη θυσία, δηλώνει όμως αποφασισμένος να αντισταθεί προσωπικά, πράγμα που αναιρεί η συμβουλή του στην Κλυταιμνήστρα να αγκιστρωθεί πάνω στην κόρη της και να μην αφήσουν να της την αρπάξουν, όταν θα καταφθάσει ο Οδυσσέας και θα επιχειρήσει να ασκήσει ωμή βία. Τότε όμως, και μάλιστα στη μέση ενός στίχου, επεμβαίνει αποφασιστικά μια διαμετρικά αλλαγμένη Ιφιγένεια και δηλώνει απερίφραστα πως είναι έτοιμη να θυσιαστεί για την Ελλάδα και να εκδικηθεί την αναίδεια των βαρβάρων, εξασφαλίζοντας για τον εαυτό της τη δόξα ότι έπραξε το καθήκον της για το καλό της πατρίδας!
Η απρόσμενη και απροειδοποίητη αυτή τροπή προσφέρει λύση στο αδιέξοδο και σημαδεύει τη συνέχεια. Ο Αχιλλέας θαυμάζει το ψυχικό μεγαλείο της κόρης, που θα ήθελε να γίνει γυναίκα του, δηλώνει πάλι πως είναι πρόθυμος να τη σώσει, πράγμα που αποκρούει όμως η Ιφιγένεια επιμένοντας στην τελεσίδικη απόφασή της να αυτοθυσιαστεί, γιατί αυτό επιβάλλει το δικό της χρέος.
Όταν τελικά ο Αχιλλέας αποχωρεί από τη σκηνή άδοξα, η Ιφιγένεια προσπαθεί να καταπραΰνει την απαρηγόρητη μητέρα της και προτρέπει το Χορό να ψάλει παιάνα προς την Άρτεμη, δίνοντας μάλιστα η ίδια τον τόνο στον Κομμό των στίχων 1475-1531, και μετά την αποχώρηση της ο Χορός εγκωμιάζει το μεγαλείο της αυτοθυσίας της.
Στην Έξοδο ένας Αγγελιοφόρος ανακοινώνει στην Κλυταιμνήστρα το θαύμα που έγινε την ώρα της θυσίας: ενώ ο Κάλχας κατεβάζει το μαχαίρι στο λαιμό της αγέρωχης κόρης, αυτή εξαφανίζεται και στη θέση της κείτεται αιμόφυρτο ένα ελάφι! Έτσι η Άρτεμη έχει εξευμενιστεί και ο στόλος μπορεί πια να αποπλεύσει.
Αυτό το τέλος όμως δημιουργεί μεγάλη αβεβαιότητα, ένα περισσότερο που ο Αιλιανός μάς παραδίδει τρεις στίχους από την Ιφιγένεια του Ευριπίδη, όπου η Άρτεμη υπόσχεται στην Κλυταιμνήστρα πως θα στείλει στους Αχαιούς ένα ελάφι, που θα το σφάξουν πιστεύοντας ότι είναι η Ιφιγένεια. Το πιθανότερο είναι ότι ο Ευριπίδης θα τελείωνε το έργο του με την εμφάνιση του «από μηχανής θεού», κατά την προσφιλή του συνήθεια, και η Έξοδος, όπως μας παραδόθηκε, αποτελεί προσθήκη για μια μεταθανάτια παράσταση του έργου, κατά πάσα βεβαιότητα, όπως επιμένουν οι πρόσφατες έρευνες, προσθήκη του αναθεωρητή του 4ου π.Χ. αιώνα, του οποίου οι επεμβάσεις επισημαίνονται και σε πολλά άλλα σημεία του έργου. Οι έρευνες αυτές επιμένουν πως το δράμα τελείωνε με την αναχώρηση της Ιφιγένειας προς το βωμό να θυσιαστεί, όπως ακριβώς η Μακαρία, ο Μενοικέας και άλλες συγγενείς μορφές εθελοθυσίας, χωρίς να αντικαθίσταται από κανένα ελάφι και χωρίς το αίσιο τέλος που μας παραδόθηκε.
Η επέμβαση του αναθεωρητή επισημαίνεται και στον ιδιόρρυθμο Πρόλογο με τους διαλογικούς αναπαίστους και τον ιαμβικό μονόλογο, προλογική μορφή ασυνήθιστη για τον Ευριπίδη, αν και υπάρχει η άποψη πως ο ποιητής τα τελευταία χρόνια δοκίμαζε διάφορους πειραματισμούς σε πολλούς χώρους. Στην ίδια επέμβαση αποδίδεται και η άγνοια του στρατού για την προφητεία του Κάλχαντα τη σχετική με την ανάγκη να θυσιαστεί η Ιφιγένεια στο βωμό της Αρτέμιδος, που σκόπευε να εντείνει τη δραματικότητα με την τραγική ειρωνεία που εμπεριείχε, όπως και η παρουσία του μικρού Ορέστη, ένα ακόμα στοιχείο που συμβάλλει στην εντονοποίηση της πίεσης προς τον Αγαμέμνονα.
Δεν είναι όμως τα μόνα προβλήματα που απασχολούν την έρευνα με την τραγωδία αυτή του Ευριπίδη. Τι ήθελε να πει στους συμπατριώτες του ο μέγας φιλειρηνιστής, που κατακεραύνωσε τη συμφορά του πολέμου σε πολλά δράματα του, μ’ αυτό το έργο της ίντριγκας του οδηγεί από αποτυχία σε αποτυχία με την επαμφοτερίζουσα συμπεριφορά των ηρώων και διαπνέεται κυρίως από φιλοπόλεμο μένος, τι τους προτείνει να σκεφτούν στο τέλος μάλιστα του Πελοποννησιακού πολέμου, που επέφερε τόση δυστυχία και απόγνωση και στην πόλη του; Ήθελε να τους παρηγορήσει στην απελπισία τους ή να ειρωνευτεί την άκριτη συμπεριφορά τους κατά τη διάρκεια της καταστροφικής αυτής καταιγίδας;
Και ο πλήρης διασυρμός και ευτελισμός των ομηρικών ηρώων, του Αγαμέμνονα, του Μενέλαου, ακόμα και του Αχιλλέα, μέσα από αλλεπάλληλες ψυχικές μεταστροφές, που αποκαλύπτουν φοβερές αδυναμίες και ευτελή κίνητρα, πού απέβλεπε; Επισημαίνεται απλώς η βεβαιότητα που έχει αποκομίσει ο ποιητής στα τελευταία χρόνια της ζωής του για τη φοβερή αστάθεια της ανθρώπινης ψυχής, που στροβιλίζεται σαν τον άνεμο, ανίκανη να αντιμετωπίσει τις αντιξοότητες της ζωής; Μήπως η απελπιστικά σάπια ατμόσφαιρα είναι απαραίτητη, για να οδηγήσει τη μοναδική ηρωίδα, τη νεαρή Ιφιγένεια, στην αντίδραση με την αποφασιστική της στάση, δίνοντας το φωτεινό παράδειγμα για την αντιμετώπιση των αδιεξόδων, μια ελπίδα που εμπιστεύεται συχνά ο ποιητής στους νέους που δεν πρόλαβαν να διαφθαρούν;
Ήδη όμως ο Αριστοτέλης στην Ποιητική του επέκρινε αυτή τη στάση αποκαλώντας «ανώμαλον» το ήθος της Ιφιγένειας, που από τη μια θερμοπαρακαλεί τον πατέρα της να μην τη θυσιάσει, γιατί και η ευτελέστερη ζωή είναι προτιμότερη από τον πιο ένδοξο θάνατο, και ξαφνικά μεταστρέφεται, χωρίς να εξηγείται μέσα από ποιες διαδρομές, και φαίνεται αποφασισμένη να πεθάνει περήφανη που θα ωφελήσει την Ελλάδα!
Η απότομη αυτή μεταστροφή της Ιφιγένειας έφερε σε μεγάλη αμηχανία την κριτική, που έφτασε σε ποικίλες θεωρίες προσπαθώντας να την ερμηνεύσει, συχνά διαμετρικά αντίθετες μεταξύ τους. Έτσι άλλοι μιλούν για έναν ηθελημένο αιφνιδιασμό μέσα στη γενική αποδυνάμωση του ήθους όλων των άλλων συντελεστών και το βαθμιαίο αποκλεισμό ενδεχομένων λύσεων, που στοχεύει στην αποθέωση του μοναδικού υποδειγματικού ήθους της ηρωίδας, άλλοι αποδίδουν τη μεταστροφή στη συνειδητοποίηση της κόρης ότι αδυνατεί να αντισταθεί στο ακατανίκητο και αποφασίζει εν απογνώσει έναν ένδοξο θάνατο μπροστά στον αναγκαστικό και άδοξο αφανισμό της, άλλοι βλέπουν την πρόθεση του ποιητή να προβάλει, μέσα στη γενική σύγχυση και παρακμή, ένα υγιές και γνήσιο όραμα του μέλλοντος, που πηγάζει από τα βαθύτερα πνευματικά σπλάχνα της Αθηναϊκής Δημοκρατίας, όπως τη θεμελίωσαν οι μεγάλοι οραματιστές της, άλλοι διατυπώνουν την άποψη πως η Ιφιγένεια πεθαίνει από αηδία -θα το επιβεβαίωνε και ο Καρυωτάκης στον 20ό πια αιώνα- καθώς δεν αντέχει τη γενική ατμόσφαιρα της σαπίλας που την περιβάλλει. Δεν έχουν τέλος οι σχετικές θεωρίες που αναφύονται συνεχώς. Και είναι φυσικό όταν πρόκειται για τον Ευριπίδη, που οργώνεται από ανησυχίες στο χάος μιας ταραγμένης εποχής και διακατέχετε από προβληματισμούς εναγώνιους, προβληματισμούς που σχετίζονται όχι μόνο με τη φοβερή αστάθεια της ανθρώπινης ψυχής, αλλά και με τις ανεξιχνίαστες και ανερμήνευτες κινήσεις της που οδηγούν σε αιφνιδιασμούς και αναπάντεχες ανατροπές.