ΙΠΠΟΛΥΤΟΣ
Ο «Ιππόλυτος», μια άλλη τραγωδία πάθους μετά τη «Μήδεια», διδάχτηκε μάλλον το 428 π.Χ. και κέρδισε πρώτη νίκη, που ήταν τόσο σπάνια για τον Ευριπίδη.
Πραγματεύεται την ιστορία του έρωτα της Φαίδρας, κόρης του Μίνωα και δεύτερης γυναίκας του Θησέα, για τον πρόγονό της, τον Ιππόλυτο, γιο του άνδρα της με την αμαζόνα Αντιόπη (κατ’ άλλους Ιππολύτη). Την ιστορία αυτή είχε παρουσιάσει, ο Ευριπίδης μερικά χρόνια νωρίτερα κάπου κοντά στη «Μήδεια», στον «Ιππόλυτο καλυπτόμενο», όπου, ενώ ο Θησέας απουσίαζε -ίσως στον ‘Αδη- η ίδια η Φαίδρα εκμυστηρευόταν τον έρωτά της στον Ιππόλυτο, που κάλυπτε το πρόσωπο του από ντροπή και αποτροπιασμό. Στο νέο δράμα, τον «Ιππόλυτο στεφανηφόρο ή στεφανία» -προφανώς επειδή ο Ιππόλυτος στεφάνωσε με αγνά λουλούδια του αγρού την αγαπημένη του θεά της αγνείας Άρτεμη- ο ποιητής διόρθωσε «το απρεπές και κατηγορίας άξιον» του προηγούμενου, που ενόχλησε τους Αθηναίους, από τους οποίους ζητούσε πολύ περισσότερα από όσα μπορούσαν να ανεχθούν. Εδώ η Φαίδρα παλεύει απεγνωσμένα κρυφά με το πάθος της που την αρρωσταίνει, ως την αυτοκαταστροφή, και μόνο η Παραμάνα της, από ενδιαφέρον και αγάπη για την κυρά της, αποκαλύπτει το μυστικό της στον Ιππόλυτο, προκαλώντας τις τραγικές εξελίξεις στο δράμα.
Η νέα τραγωδία διαδραματίζεται στην Τροιζήνα, μάλλον γιατί εδώ έχει καθιερωθεί η λατρεία του Ιππόλυτου. Εξάλλου ο νέος μένει μόνιμα στην Τροιζήνα, κοντά στον παππού του Πιτθέα, τον οποίο πρόκειται να διαδεχτεί. Εδώ βρίσκεται για κάποια αιτία και όλη η οικογένεια του Θησέα, που τον δένουν δεσμοί αίματος με τη χώρα ως γιο της Αίθρας, κόρης του βασιλιά Πιτθέα, και του Αιγέα -ή του Ποσειδώνα.
Προλογίζει η Αφροδίτη, την οποία περιφρονεί ο νεαρός Ιππόλυτος προσφέροντας όλες τις τιμές του στην Άρτεμη, και εννοεί μέσα σ’ αυτή κιόλας την ημέρα να πάρει την εκδίκηση της επιβεβαιώνοντας τη δύναμη της. Όργανο της είναι η Φαίδρα, που την πλημμύρισε με παθιασμένο έρωτα για τον προγονό της, όταν ακόμα αυτός βρέθηκε στην Αθήνα με αφορμή τα Ελευσίνια Μυστήρια ή τα Παναθήναια.
Η Φαίδρα είναι γυναίκα με καλό όνομα, ενάρετη, που παλεύει απεγνωσμένα για να καταπνίξει το άνομο πάθος της, όμως η εξόντωσή της έχει λίγη σημασία για τη θεά, για την οποία μετράει μόνο η ανάγκη της να εκδικηθεί. Γνωρίζει πως ο Θησέας έχει τρεις ευχές -κατάρες από τον πατέρα του τον Ποσειδώνα, που μπορούν να αποβούν το όπλο για τη συντριβή του Ιππόλυτου.
Στη σκηνή βρίσκονται τα αγάλματα της Αφροδίτης και της Άρτεμης, των δυο θεαινών που αντιπαρατάσσονται και αποτελούν θεμελιακές φυσικές δυνάμεις. Η θεά της αγάπης λέει τον Πρόλογο, στην Έξοδο όμως κυριαρχεί η θεά της Παρθενίας, στην οποία είναι αφοσιωμένος ο Ιππόλυτος. Η Φαίδρα και ο Ιππόλυτος, οι άνθρωποι, είναι επίγεια ενεργούμενα των δυνάμεων αυτών που κατευθύνουν τον κόσμο, και απ’ αυτό πηγάζει και η διαμετρική διαφορά των χαρακτήρων και η θανάσιμη έχθρα τους.
Ο Ιππόλυτος θέλει να είναι καθαρός, αφοσιωμένος στην αγνή μακαριότητα που την αισθάνεται στη λατρεία της παρθενικής θεάς. Αγωνίζεται εναντίον της θεάς του έρωτα με μια αποστροφή που συνορεύει με την έπαρση. Η περήφανη ευσέβεια του, η υπεροψία για την αρετή του, η ιδιορρυθμία και η συναναστροφή τους με τη θεά ‘Άρτεμη που ξεπερνάει το ανθρώπινο μέτρο, προκαλούν τη σύγκρουση με τον αντίθετο χαρακτήρα της Φαίδρας και οδηγούν σε ολέθριο αγώνα διαφορετικών ψυχών.
Η Φαίδρα, αφού πάλεψε εξαντλητικά με τη δύναμη που θέλει να την εξοντώσει, την Αφροδίτη, είναι αποφασισμένη να αυτοκτονήσει, για να γλιτώσει. Αφού όμως η παραμάνα της, με αισθήματα μάνας που αγωνιά για την κόρη της, πρόδωσε το μυστικό της στον Ιππόλυτο και φοβάται τώρα πως ο αγαπημένος της από αηδία θα την καταγγείλει στο Θησέα, κυριεύεται πια από μίσος εναντίον του και, για να σώσει, λέει, την τιμή τη δική της και των παιδιών της, παρασέρνει κι εκείνον στην καταστροφή με ένα γράμμα προς τον άνδρα της.
Σ’ αυτό το γράμμα διαβάζει ο Θησέας τη φοβερή καταγγελία της γυναίκας του εναντίον του γιου του, όταν γυρίζει από ταξίδι και αντικρίζει το θέαμα της απαγχονισμένης Φαίδρας, που το κρατάει στο χέρι της, και σε μια εξαιρετικά ταραγμένη σκηνή εξακοντίζει αμέσως τη μια από τις τρεις ευχές που είχε από τον Ποσειδώνα και καταριέται το γιό του.
Όταν έρχεται ο Ιππόλυτος, αδυνατεί να υπερασπιστεί αποτελεσματικά τον εαυτό του, δεσμευμένος από τον όρκο που είχε δώσει στην παραμάνα να κρατήσει μυστικά τα όσα του αποκάλυψε, και μπροστά στην αμετακίνητη αναλγησία του πατέρα του φεύγει αποχαιρετώντας μεγαλόπρεπα την Αθήνα και την Τροιζήνα. Η κατάρα του πατέρα του τον βρίσκει στο δρόμο της φυγής από έναν εξαγριωμένο ταύρο που ξέβρασε από τη θάλασσα ο Ποσειδώνας και έπεσε πάνω στο άρμα του καθώς έτρεχε στην πελοποννησιακή ακτή.
Στην Έξοδο μόνο, με τη θεοφάνεια της Άρτεμης, μαθαίνει ο πατέρας του τη φοβερή αλήθεια και, όταν φθάνει πληγωμένος θανάσιμα ο Ιππόλυτος, με εντολή της θεάς επέρχεται η συμφιλίωση πατέρα και γιου, και το έργο κλείνει με το θάνατο του Ιππόλυτου και τον απαρηγόρητο θρήνο του Θησέα και του Χορού. Προηγουμένως όμως η θεά, αποχαιρετώντας τον αγνό νέο που πλήρωσε με τη ζωή του την αταλάντευτη αφοσίωσή του στη θεά της Παρθενίας, αναγγέλλει την ηρωοποίησή του, όταν του υπόσχεται πως τα κορίτσια της Τροιζήνας πριν από το γάμο τους θα του προσφέρουν ένα μέρος από τα μαλλιά τους και ότι χοροί από παρθένες θα κάνουν τραγούδι τη μοίρα του.
Οι δυο θεότητες του ολύμπιου χώρου, που διεξάγουν μεταξύ τους έναν αγώνα ανειρήνευτο και έχουν στη δικαιοδοσία τους τη συντριβή δυο ανθρώπων, πλαισιώνουν με τις εμφανίσεις τους στην αρχή και στο τέλος την τραγωδία αυτή ως τα σημαντικά σύμβολα των δυνάμεων εκείνων που καθορίζουν την ανθρώπινη μοίρα. Αυτή η παρεμβατική συμπεριφορά των δυο θεαινών παριστάνεται από τον Ευριπίδη με κάποια κριτική διάθεση, που αποκαλύπτεται ιδιαίτερα στην περίπτωση της Αφροδίτης, και όχι με σεβασμό στην επική παράδοση, όπως άλλωστε ήταν αναμενόμενο στην περίπτωση του ανατρεπτικού ποιητή.
Στη Φαίδρα πάλι, που αγωνίζεται να διαμορφώσει τη ζωή της με βάση τις αρχές της σωφροσύνης και της ευκλείας, αλλά σκοντάφτει στους διαβρωτικούς παράγοντες του περιβάλλοντος της και στις αρνητικές καταβολές της κρητικής της καταγωγής, που τις επισημαίνει η ίδια με οδυνηρές σκέψεις, δηλώνονται οι αντίπαλες δυνάμεις που γεννιούνται από τη σύγκρουση περιβάλλοντος και καταγωγής με την αγαθή έμφυτη προδιάθεση, με αποτέλεσμα την υποταγή της άμοιρης γυναίκας στην καταλυτική τους δύναμη, που με τόση δεξιοτεχνία πραγματεύεται ο μεγάλος ανατόμος των ανθρωπίνων Ευριπίδης.
Όσο για τη μορφή του Ιππόλυτου, που είχε προκαλέσει ποικίλες ερμηνείες αντιφατικές, ο Ευριπίδης έδωσε σ’ αυτή χαρακτηριστικά μιας κρυστάλλινης καθαρότητας και μιας άμετρης ευσέβειας που θυσιάζει τα πάντα για την τήρηση ενός όρκου. Ο Ιππόλυτος όμως αυτός έχει και τα ελαττώματα των αρετών του: Η επίγνωση της ακεραιότητας του, που επαναλαμβάνει φορτικά, υπερβαίνει κάπως τα όρια της φυσικής για τους Έλληνες επίδειξης της αξίας τους και οδηγεί σε μια παράδοξη αυταρέσκεια. Η ολοκληρωτική απόρριψη της Αφροδίτης είναι βέβαια μια έκφραση της αγνότητάς του, όμως, ως άρνηση μιας μεγάλης ζωικής δύναμης, αποτελεί ύβρη αναμφισβήτητη, που πρέπει να πληρωθεί.
Αλλά και ο Θησέας, που εμπλέκεται και επιβάλλει τη διπλή καταδίκη στον αθώο γιο του -εξορία και θάνατο με επέμβαση του Ποσειδώνα- είναι και αυτός θύτης και θύμα των αντίπαλων δυνάμεων που διέπουν την ανθρώπινη μοίρα και στην τραγωδία αυτή του Ευριπίδη.
Στο έργο αυτό έχουμε μια παραλλαγή του λεγόμενου «θέματος του Πετεφρή», που φαίνεται ότι είχε εντυπωσιάσει πολύ τον Ευρι πίδη, τον ποιητή του γυναικείου ερωτικού πάθους, αν κρίνουμε και από άλλες δυο τραγωδίες του με το ίδιο σχεδόν θέμα, χαμένες δυστυχώς, τον «Βελλερεφόντη» και τη «Σθενέβοια».
Ο μύθος όμως δεν άφησε αδιάφορους και πολλούς μεταγενέστερους δραματουργούς, με πρώτον τον Σενέκα, που τον εκμεταλλεύτηκε στη ρωμαϊκή τραγωδία του «Phaedra», και αργότερα, το 1677, τον Γάλλο δραματουργό Jean Racine, που τον πραγμα τεύεται στην τραγωδία του «Phedre». Να πώς ο Ευριπίδης, ο ανα τόμος του ανθρώπινου πάθους, επηρέασε αποφασιστικά και με αυτό το έργο του τη νεότερη δραματουργία.